Α. Ι. Κωνσταντινίδη: Παρατηρήσεις στις βασικές τροποποιήσεις στον ΚΠΔ μετά την ψήφιση από την Βουλή του ν. 5090/2024

73
2025
05

 

Παρατηρήσεις στις βασικές τροποποιήσεις στον ΚΠΔ 

μετά την ψήφιση από την Βουλή του ν. 5090/2024* 

Άγγελου Ι. Κωνσταντινίδη

Ομότιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής 

του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης 

 

I. Βασικός σκοπός της ποινικής δίκης είναι η εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης[1]. Δηλ. εκτός από την καταπολέμηση του εγκλήματος και τη διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών των πολιτών σημαντική επιρροή στην ποινική δίκη ασκεί η εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης με την έννοια ότι η πραγμάτωση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου δεν είναι δυνατόν να παρατείνεται επ’ αόριστον, αλλά πρέπει κάποια στιγμή να περατωθεί με την έκδοση μιας τελειωτικής απόφασης, με την οποία θα αποκαθίσταται η κοινωνική ειρήνη που διαταράχθηκε με το διαπραχθέν έγκλημα[2]. Τούτο σημαίνει δηλ. ότι η αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης, η οποία διαταράσσεται από κάθε εγκληματική συμπεριφορά, αξιώνει την ανεύρεση και τιμωρία του δράστη του τελούμενου εγκλήματος στον πιο σύντομο δυνατό χρόνο[3].

Από την άλλη πλευρά όμως δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η ταχεία διεξαγωγή της δίκης πρέπει να υποχωρεί, όταν ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση ή αποδυνάμωση της υπεράσπισης του κατηγορουμένου και, ιδίως, όταν η επιτάχυνση της διαδικασίας δεν παρέχει επαρκή προστασία στον κατηγορούμενο για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του[4]. Παράλληλα δε πρέπει να επισημανθεί, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αείμνηστος Ν. Ανδρουλάκης, ότι «Πρωτεύων στόχος και λόγος της ποινικής διαδικασίας είναι η αλήθεια καθόσον αφορά στην εκάστοτε προκείμενη υπόθεση, με την απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου ή, σε περίπτωση μη απόδειξής της με την κατ’ ακολουθίαν απαλλαγή του»[5]. Επίσης και η γαλλική θεωρία συνδέει το δικαίωμα αποδείξεως κυρίως με την ανάγκη να αποκαλυφθεί η ουσιαστική αλήθεια[6].

Εξάλλου απαραίτητη προϋπόθεση για τη θεμελίωση της επισπεύσεως των πολιτών στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης συνιστά η αρχή της δίκαιης δίκης, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 1 εδ. α΄ ΕΣΔΑ. Ως δίκαιη δίκη πρέπει να θεωρείται εκείνη που διεξάγεται με την τήρηση όλων των προβλεπόμενων από τις ισχύουσες διατάξεις στην ποινική δίκη δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, καθώς και των υποχρεώσεων των οργάνων απονομής της δικαιοσύνης[7].

ΙΙ. Στο άρθρο 1 του νέου ν. 5090/2024 προβλέπεται ως σκοπός της ρύθμισης η επιτάχυνση και η ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης μέσω συγκεκριμένων παρεμβάσεων στον Ποινικό Κώδικα (ν. 4619/2019 Α΄ 95) και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α΄ 96).

1. Ως εκ τούτου ερωτάται, αν οι σχετικές ρυθμίσεις του ν. 5090/2024, οι οποίες συνιστούν βαθιές αλλαγές χωρίς να υπάρχει νομοπαρασκευαστική επιτροπή, συμβάλλουν τόσο στην ποιοτικότερη όσο και στην ταχύτερη απονομή της ποινικής δικαιοσύνης.

Εδώ, όμως, ορθά έχει επισημανθεί ότι η επιδίωξη της επιτάχυνσης της ποινικής διαδικασίας δεν μπορεί να αναγορευθεί σε αυτοσκοπό[8]. Ιδιαίτερα δε πρέπει να τονισθεί ότι η ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας εκ μέρους της Πολιτείας δεν μπορεί να συνεπάγεται απαραίτητα και την ανάγκη επιβολής περιορισμών ή ακόμα και αποστέρησης των δικαιωμάτων των διαδίκων[9].

Βέβαια είναι αυτονόητο ότι η «αρχή της ταχείας διεξαγωγής της δίκης», που επιτάσσεται από την αρχή του άρθρ. 6 § 1 εδ. α’ ΕΣΔΑ, σύμφωνα με την οποία κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικασθεί δικαίως, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, καθώς και του άρθρου 14 § 3 στ. γ΄ ΔΣΑΠΔ, που εγγυάται την εκδίκαση χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται προσχηματικά εναντίον του κατηγορουμένου ή ως δικαιολογία για τον περιορισμό των δικαιωμάτων του[10].

2. Εκείνο, όμως, που δεν είναι ανεκτό σε ένα Κράτος Δικαίου, είναι αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 2 της Αιτιολογικής Έκθεσης του ν. 5090/ 2024, ότι δηλ. οι διατάξεις, το πεδίο του ποινικού δικονομικού δικαίου θεσπίζονται «προκειμένου να ληφθούν μέτρα για την προστασία της ποινικής δικαιοσύνης από εκείνους που με καταχρηστική και παρελκυστική άσκηση των δικαιωμάτων τους απασχολούν ασκόπως τους λειτουργούς της και παρακωλύουν την ταχύτητα της απονομής της».

Δικαιολογημένα, ως εκ τούτου, διατυπώθηκε για το ιδεολογικό στίγμα του τότε Σχεδίου του νόμου η άποψη[11] κατά την οποία «ελέγχεται εξαρχής ιδιαίτερα επικίνδυνη ή απροκάλυπτα εχθροπαθής η αντίληψη που το διέπει απέναντι στα δικονομικά δικαιώματα του κατηγορουμένου …».

Με άλλα λόγια δεν επιτρέπεται η άσκηση των δικονομικών δικαιωμάτων, ιδιαίτερα του κατηγορουμένου, να «αναγορεύεται από τον νομοθέτη σε δήθεν «εχθρό» της απονομής της δικαιοσύνης …»[12] με την προσχηματική επίκληση της ανάγκης επιτάχυνσης της διαδικασίας, γιατί διαφορετικά η άσκησή τους συνεπάγεται κατάχρηση ή παρέλκυση της διαδικασίας με αποτέλεσμα να απασχολούνται ασκόπως οι δικαστικοί λειτουργοί.

Παρά την οξεία κριτική του τότε Σχεδίου του νόμου από έγκυρους επιστημονικούς και επαγγελματικούς φορείς[13] ο ν. 5090/2024 ψηφίσθηκε από τη Βουλή και οι περισσότερες διατάξεις του άρχισαν να ισχύουν από την 1.5.2024.

ΙΙΙ. Προς την κατεύθυνση αυτή παρατηρούνται τα εξής:

Το βασικό μειονέκτημα του ν. 5090/2024 έγκειται στην προσπάθεια – πάση θυσία – «επιτάχυνσης» της ποινικής διαδικασίας.

1. Συγκεκριμένα, διευρύνθηκε σημαντικά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 309 § 1 ΚΠΔ (όπως η § 1 τροποποιήθηκε με το άρθρο 95 του ν. 5090/24 – ΦΕΚ Α’ 30/23.2.2024) με την προσθήκη όλων αδιακρίτως των κακουργημάτων των ειδικών ποινικών νόμων, εξαιρουμένων μόνο εκείνων του ν. 4577/2018. Το ίδιο ισχύει και για τα κακουργήματα του 13ου και 14ου Κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα. Επίσης στην ανωτέρω διάταξη του άρθρου 309 § 1 ΚΠΔ αναφέρεται ότι η ίδια διαδικασία περάτωσης της ανάκρισης για τα ανωτέρω εγκλήματα, εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διεξαγωγής της σύμφωνα με το άρθρο 28 § 2 ΚΠΔ.

Για τη δικαιολόγηση της ρύθμισης αυτής η Αιτιολογική Έκθεση αναφέρει μεταξύ άλλων ότι τούτο κρίθηκε σκόπιμο (παραπομπή των κακουργημάτων στο ακροατήριο δια απευθείας κλήσεως), προκειμένου η συμπερίληψη αυτή των ανωτέρω εγκλημάτων να αποσυμφορήσει περαιτέρω την ποινική δίκη, από τη χρονοβόρα διαδικασία των δικαστικών συμβουλίων.

Βέβαια η νέα αυτή διεύρυνση των εγκλημάτων στον τρόπο παραπομπής στο ακροατήριο κατά το άρθρο 309 § 1 ΚΠΔ παραγνωρίζει και υποβαθμίζει το έργο των δικαστικών συμβουλίων - σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση -για οικονομία της ποινικής δίκης με αποτέλεσμα, αφενός μεν πληθώρα υποθέσεων να εισάγονται αδικαιολογήτως στην ακροαματική διαδικασία, αφετέρου δε οι δικαστές στο ακροατήριο να προσπαθούν ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα να ολοκληρώσουν με επιτυχία την ακροαματική διαδικασία[14].

2. Με τα άρθρα 62 και 75 του ν. 5090/2024 (αντίστοιχα άρθρα 7 και 111 ΚΠΔ) καταργείται το Πενταμελές Εφετείο για λόγους – σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση – «οικονομίας της δίκης που συνίστανται στην αποδέσμευση δικαστικών λειτουργών από πολυμελείς συνθέσεις … με την πρόβλεψη οι εφέσεις κατά αποφάσεων τριμελούς εφετείου να εκδικάζονται, ομοίως, από τριμελή σύνθεση, αποτελούμενη από πρόεδρο εφετών, αρχαιότερο από εκείνον, που συμμετείχε στη σύνθεση που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση…».

Όμως, η ανωτέρω ρύθμιση αντίκειται ευθέως στο άρθρο 2 § 1 του 7ου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ που θεσπίζει «το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή»[15]. Με άλλα λόγια το Τριμελές Εφετείο δεν καθίσταται ανώτερο με την έννοια του άρθρου 2 § 1του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, όταν συντίθεται απλώς από ιεραρχικώς (και όχι κατά βαθμό) ανώτερο Προεδρεύοντα[16].

3. Το άρθρο 215 § 5 ΚΠΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 78 του ν. 5090/2024, προβλέπει ότι αστυνομικοί και λοιποί προανακριτικοί υπάλληλοι που έχουν καταθέσει ως μάρτυρες στην προδικασία, δεν καλούνται στο ακροατήριο, αλλά διαβάζονται οι καταθέσεις τους. Ο Εισαγγελέας στο στάδιο της προπαρασκευαστικής διαδικασίας ή το δικαστήριο μπορούν κατ’ εξαίρεση να τους καλέσουν, αν η εξέτασή τους κρίνεται αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της κατηγορίας. Επίσης προβλέπεται στα κακουργήματα το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ζητήσει από τον Εισαγγελέα εντός προθεσμίας 10 ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης την κλήτευση των προσώπων αυτών στο ακροατήριο[17].

Ειδικότερα η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 5090/20224 αναφέρει τα εξής: «Η προσθήκη της παρ. 5 κρίθηκε επιβεβλημένη και θεωρείται πως θα συμβάλλει τόσο στη συντομότερη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας και στην αποφυγή αναβολών οφειλομένων στην απουσία μαρτύρων, όσο και στην αποφυγή της υποστελέχωσης υπηρεσιών μέσω της άσκοπης και δαπανηρής για το δημόσιο, μετακίνησης αστυνομικών ή άλλων προανακριτικών υπαλλήλων που έχουν ήδη καταθέσει ενόρκως κατά την προδικασία για ζητήματα που άπτονται της εκκρεμούς κατηγορίας και στη συντριπτική πλειο­νότητα των περιπτώσεων, δεν έχουν να εισφέρουν αποδεικτικά, τίποτα το επιπρόσθετο. Για τις εξαιρετικές περιπτώσεις που ο εισαγγελέας ή το δικαστήριο κρίνουν πως η εξέτασή τους στο ακροατήριο είναι αναγκαία για την ασφαλή διάγνωση της αλήθειας, η διάταξη επιφυλάσσει τη δυνατότητα κλήτευσής τους, με εφαρμογή όπου είναι εφικτό της εξέτασής τους με τεχνολογικά μέσα του 238Α ΚΠΔ. Σε κάθε περίπτωση επί κακουργημάτων, ο εισαγγελέας καλεί τους μάρτυρες αστυνομικούς ή άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης στο ακροατήριο, σύμφωνα με τις διατυπώσεις της § 3 του άρθρου 327 ΚΠΔ και πέραν του αριθμητικού περιορισμού της § 2, αιτιολογώντας την αναγκαιότητα της κλήσης τους».

Ωστόσο τέτοιες διατάξεις, όπως η διάταξη του άρθρου 215 § 5 ΚΠΔ, δεν πρόκειται να βοηθήσουν στην επιτάχυνση της διαδικασίας, αλλά αντίθετα θα αποτελούν την αιτία για συνεχείς αναβολές[18].

Εξάλλου δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι σε μία τέτοια περίπτωση δικαιολογημένα και ορθώς υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για «μία τυπική – διεκπεραιωτική διαχείριση της ποινικής αποδεικτικής διαδικασίας, χωρίς καμία μέριμνα για την ουσιαστική αναζήτηση της αλήθειας, χωρίς σεβασμό στην αρχή της αμεσότητας, παραβλέποντας την επιτακτική αντικειμενικά ανάγκη ο δικαστής να έρχεται, εφόσον αυτό είναι δυνατό, σε άμεση και προσωπική επαφή με τα αποδεικτικά μέσα …»[19].

Επίσης η ανωτέρω διάταξη του άρθρου  215  § 5 ΚΠΔ είναι αντίθετη στο άρθρο 6 § 3 εδ. δ΄ ΕΣΔΑ[20] που κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορούμενου να εξετάζει στο δικαστήριο τους μάρτυρες κατηγορίας, δηλ. να τους υποβάλλει απευθείας ερωτήσεις, να ζητήσει διευκρινίσεις κ.λπ., ενώ η εξέταση των μαρτύρων με τεχνικά μέσα σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ ενδείκνυται μόνο σε περιπτώσεις ευάλωτων μαρτύρων (πχ. ανήλικοι, προστατευόμενοι μάρτυρες[21]. Η αντίθεση αυτή προς την ΕΣΔΑ δεν θεραπεύεται με την πρόβλεψη ότι η κλήτευση είναι υποχρεωτική στα κακουργήματα, εφόσον ζητηθεί από τον κατηγορούμενο δέκα ημέρες μετά την κλήτευσή του στο ακροατήριο, δεδομένου ότι η παρέλευση της σχετικής προθεσμίας μπορεί να οφείλεται είτε σε άγνοια της ρύθμισης είτε σε αδυναμία έγκαιρης ενημέρωσης του συνηγόρου υπερασπίσεως. Η παραίτηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμά του να εξετάσει διά ζώσης τον μάρτυρα κατηγορίας αστυνομικό ή ανακριτικό υπάλληλο πρέπει να είναι κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ ρητή και όχι να συνάγεται εμμέσως από την άπρακτη παρέλευση της πενθήμερης προθεσμίας.

Πάντως πρέπει να επισημανθεί ότι οι αστυνομικοί και οι ανακριτικοί υπάλληλοι, όταν καλούνται να εξετασθούν στο ακροατήριο είναι οι πιο σημαντικοί μάρτυρες λόγω των ερευνών που πραγματοποίησαν[22] και των γεγονότων που έζησαν κατά την τέλεση του εγκλήματος[23].

Επομένως, εφόσον συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 215 § 5 εδ. γ’ ΚΠΔ η κλήτευση των αστυνομικών και ανακριτικών υπαλλήλων είναι υποχρεωτική και για τον εισαγγελέα. Σ’ αυτό συνηγορεί και η διατύπωση του άρθρου 215 § 5 εδ. γ’ ΚΠΔ κατά το οποίο «σε κάθε περίπτωση τα πρόσωπα του πρώτου εδ. καλούνται από τον εισαγγελέα, αν η πράξη αφορά κακούργημα και το ζητήσει ο κατηγορούμενος…». Αν όμως ο εισαγγελέας παραλείψει την κλήτευσή τους που ζήτησε ο κατηγορούμενος ή απορρίψει παρά τον νόμο τη σχετική αίτηση του κατηγορουμένου αρκούμενος στην ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση της κατάθεσής τους στην προδικασία, τότε προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρ. 171 § 1 περ. δ΄ ΚΠΔ[24].

4. Ακόμη η αποστέρηση του κατηγορουμένου από τη δυνατότητα να εξετάζει διά ζώσης στο ακροατήριο τους αστυνομικούς και ανακριτικούς υπαλλήλους είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει νέες αποδεικτικές δυσχέρειες στην εφαρμογή του άρθρου 224 ΚΠΔ[25].

5. Τα ανωτέρω αποδεικτικά ζητήματα αυξάνονται με την τροποποίηση του άρθρου 500 ΚΠΔ από το άρθρο 112 του ν. 5090/2024, που αφορά στην προπαρασκευαστική διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του από 01.05.2024 ισχύοντος άρθρου 500 ΚΠΔ, ο εισαγγελέας του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (εφετείου) μπορεί να κλητεύσει τους πιο σημαντικούς μάρτυρες από εκείνους που εξετάστηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν κρίνει ότι η υπόθεση μπορεί να εκδικαστεί με μόνη την ανάγνωση των καταθέσεών τους σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της § 1 του άρθρου 502 ΚΠΔ.

Συγκεκριμένα η Αιτιολογική Έκθεση του ν. 5090/2024 αναφέρει ότι η τροποποίηση αυτή «αποσκοπεί στην επιτάχυνση της αποδεικτικής διαδικασίας μέσω της αποφυγής δικονομικά και αποδεικτικά άσκοπης επαναληψιμότητας στη δευτεροβάθμια δίκη, λήψης καταθέσεων μαρτύρων που έχουν ήδη εξετασθεί ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και ουδέν άλλον έχουν να συνεισφέρουν στην εξακρίβωση της ουσιαστικής αλήθειας …».

Εδώ επισημάνθηκε από την Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων[26] ότι η ρύθμιση αυτή προβλέπει ότι «η έφεση οδηγεί σε πλήρη επανεξέταση της υπόθεσης και εκ νέου αξιολόγηση όλων των αποδεικτικών μέσων. Η (ανέλεγκτη) ευχέρεια του Εισαγγελέα να παραλείπει την κλήτευση και επανεξέταση των ουσιωδών μαρτύρων θα μετατρέψει τη δευτεροβάθμια δίκη σε δίκη εξ εγγράφων σε βάρος όχι μόνο των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, αλλά και της διερεύνησης της ουσιαστικής αλήθειας. Η προβλεπόμενη υποχρέωση του Εισαγγελέα να καλεί δύο τουλάχιστον μάρτυρες, εφόσον ζητηθεί από τον κατηγορούμενο, αμβλύνει, αλλά δεν εξουδετερώνει την ανωτέρω αντίρρηση».

Επίσης η ανωτέρω ρύθμιση αντίκειται αφενός στο ανωτέρω άρθρο 6 § 3 περ. δ΄ ΕΣΔΑ[27] και αφετέρου στις διατάξεις των άρθρων 2 του 7ου Πρωτοκόλλου (που κατοχυρώνει το Δικαίωμα για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου προβλέποντας στην § 1 ότι: «Κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα για επανεξέταση από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος…») και 14 § 5 ΔΣΑΠΔ (δικαίωμα πλήρους ουσιαστικής επανεξέτασης της ποινικής υπόθεσης του κατηγορουμένου)[28].

6. Επίσης πρέπει να επισημανθεί στη συνέχεια των ανωτέρω ότι το επιχείρημα που αναφέρεται στην Αιτιολογική Έκθεση του ν. 5090/2024, δηλ. η μη κλήτευση μαρτύρων στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με στόχο την αποφυγή δικονομικά και αποδεικτικά άσκοπης επαναληψιμότητας, δεν ευσταθεί δεδομένου ότι, ως γνωστόν, το πιο σημαντικό στάδιο της διαδικασίας στο ακροατήριο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι αναμφισβήτητα η αποδεικτική διαδικασία[29]. Με την ενέργεια της απόδειξης ο δικαστής προσπαθεί να διασαφηνίσει την αξιόποινη πράξη για την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο[30]. Η διαφώτιση των πραγματικών περιστατικών (Sachaufklärung), που συνθέτουν την πράξη της κατηγορίας, απαρτίζει το αντικείμενο της ποινικής απόδειξης. Ως εκ τούτου ο δικαστής με την ενέργεια της απόδειξης δημιουργεί στον εαυτόν του την πεποίθηση[31] που απαιτείται για την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, αιτιολογώντας πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποια αποδεικτικά μέσα και με ποιους συλλογισμούς σχημάτισε τη δικανική του κρίση (άρθρ. 177 § 1 ΚΠΔ). Επομένως δικαιολογημένα ειπώθηκε ότι «η αιτιολογία» συναρτάται με την απόδειξη, αποτελεί μέρος της απόδειξης και μάλιστα την κορωνίδα της»[32].

7. Ο περιορισμός του αριθμού των αναβολών λόγω κωλύματος του συνηγόρου σε μία και μοναδική (άρθρο 349 § 2 εδ. δ’ ΚΠΔ) κατά τρόπον απόλυτο («Δεύτερη αναβολή στην ίδια υπόθεση χωρίς αποκλειστικά για λόγους «ανωτέρας βίας»)[33] προσκρούει στο άρθρο 6 § 3 περ. γ’ ΕΣΔΑ («πας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα όπως υπερασπίσει ο ίδιος ή αναθέσει την υπεράσπισή του εις συνήγορον της εκλογής του…»)[34], αλλά και στο άρθρο 20 § 1 του Σ, «από το οποίο συνάγεται και απαγόρευση παρεμπόδισης της ακρόασης, όταν η αδυναμία ακρόασης είναι αντικειμενικά ανυπαίτια…»[35].

Ωστόσο δεν πρέπει να παραβλεφθεί, όπως, ορθά, είχε επισημανθεί στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου ΚΠΔ 2019, ότι «η όλη προσπάθεια απαγόρευσης χορήγησης αναβολών προσέκρουε ευθέως στη διάταξη του άρθρου 87 § 1 του Συντ., στο βαθμό που περιόριζε την εσωτερική ανεξαρτησία των δικαστών που οδηγούσε σε αναγκαστική εκδίκαση ακόμα και όσων υποθέσεων δεν μπορούσαν να εκδικασθούν εξαιτίας ελλείψεων»[36].

Εξάλλου, δεν πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός ότι στη δικαστηριακή πρακτική παρόμοιες διατάξεις είχαν αποτύχει στο παρελθόν.

8. Με το άρθρο 238Α § 1 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 82 του ν. 5090/2024, προβλέπεται, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ανωτέρω Νόμου, «κατά παρέκκλιση των αρχών της αμεσότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας, η διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας, στο στάδιο της προανάκρισης, της  αλλά και της διαδικασίας ενώπιον του ακροατηρίου, με τη χρήση τεχνολογικών μέσων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξυπηρετούνται η οικονομία της ποινικής δίκης, η επιτάχυνση της διαδικασίας αλλά και η εξοικονόμηση δημόσιων πόρων σε περιπτώσεις που είναι αδύνατο να εξασφαλιστεί η φυσική παρουσία των προσώπων της παρ. 1, όταν υφίσταται σοβαρό κώλυμα εμφάνισης που  μπορεί να συνίσταται σε οικογενειακούς λόγους ή σε πρόβλημα υγείας, σε λόγους προσωπικής ασφάλειας, στη μεγάλη απόσταση ή σε κατάσταση ανάγκης ή όταν συντρέχει σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή κίνδυνος από την αναβολή (όπως παραγραφή της υπόθεσης ή συμπλήρωση του χρόνου προσωρινής κράτησης) ή την ασφαλή διεξαγωγή της διαδικασίας (όπως η επικινδυνότητα του κατηγορουμένου ή πρόκειται για υπόθεση που έχει σοβαρό κοινωνικό αντίκτυπο) …».

Επίσης, στη διάταξη του άρθρου 238Α § 2 ΚΠΔ ορίζεται ότι η εξέταση των προσώπων που αναφέρονται στην § 1 του άρθρου 238Α ΚΠΔ διενεργείται με τη διαδικασία της εικονοτηλεδιάσκεψης είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν αιτήματος αυτών των προσώπων. Ακόμη προβλέπεται στην § 3 του άρθρου 238Α ΚΠΔ ότι η λήψη της απολογίας από τον κατηγορούμενο με τη χρήση τεχνολογικών μέσων διενεργείται υπό την προϋπόθεση ότι δεν αντιλέγει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορος που τον εκπροσωπεί.

Περαιτέρω στο εδ. β’ της § 3 του άρθρου 238Α ΚΠΔ μπορεί να αποφασισθεί από τον διευθύνοντα τη συζήτηση ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα ο αποκλεισμός της προσωπικής εμφάνισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, μόνο σε περίπτωση κακουργήματος και ιδίως σε πολυπρόσωπες δίκες ή δίκες, που αφορούν στην οργανωμένη εγκληματικότητα ή έχουν σοβαρό κοινωνικό αντίκτυπο.

Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση, στο άρθρο 1 του Νόμου προβλέπεται ως σκοπός η επιτάχυνση και ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης.

Όμως, ειδικά η ρύθμιση του εδ. β’ της § 3 του άρθρου 238Α ΚΠΔ, όπου προβλέπεται ακόμη και ο αποκλεισμός της προσωπικής εμφάνισης του κατηγορουμένου σε περιπτώσεις κακουργημάτων, κατά τα ανωτέρω, όχι μόνο δεν συντελεί στην ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης, αλλά προδίδει μία τιμωρητική αντιμετώπιση του κατηγορουμένου μη συμβατή με το θεμελιώδες δικαίωμά του, το δικαίωμα ακρόασής του, δηλ. το δικαίωμα του να αναπτύξει τις απόψεις του και να αντικρούσει την κατηγορία, καθώς και κάθε επιβαρυντικό στοιχείο (άρθρ. 20 § 1 του Σ)[37].

Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι ο κατηγορούμενος αποτελεί το βασικό πρόσωπο της ποινικής δίκης. Δικαιολογημένα δε έχει επισημανθεί ότι το δικαίωμα ακρόασης του κατηγορουμένου εκτείνεται σε ολόκληρη την ποινική διαδικασία[38]. Τούτο σημαίνει ότι σε σχέση με τις επιμέρους διατάξεις του ΚΠΔ, όπως λ.χ. εκείνες των άρθρων 92, 94, 95 §2, 99, 104, 138 § 1, 270 § 1 κ.λπ.,  η διάταξη του άρθρου 20 § 1 του Σ λειτουργεί είτε συμπληρώνοντας και καλύπτοντας τυχόν υφιστάμενα κενά, είτε ερμηνεύοντας ορθά τις σχετικές διατάξεις του ΚΠΔ[39].

Επομένως, η ανωτέρω διάταξη του εδ. β’  της § 3 του άρθρου 238Α ΚΠΔ με βεβαιότητα δεν οδηγεί στην ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης παρά τη δυνατότητα προσφυγής κατά της αποφάσεως, που στρέφεται σε ολόκληρο το δικαστήριο σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 335 § 2 ΚΠΔ.

Εξάλλου, η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και γενικότερα η απονομή της δικαιοσύνης με τον αποκλεισμό της προσωπικής εμφάνισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο στις περιπτώσεις κακουργημάτων, κατά τα ανωτέρω, δεν είναι δυνατό να περιορίζονται σε τέτοιο βαθμό εξαιτίας της οικονομίας της ποινικής δίκης και της επιτάχυνσης της διαδικασίας, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ο κατηγορούμενος αποτελεί το βασικό πρόσωπο της ποινικής δίκης.

Βέβαια, όπως συνάγεται από τη θεμελιώδη διάταξη του άρθρου 2 § 1 του Σ, η αρχή της αναζήτησης της ουσιαστικής αλήθειας θα πρέπει να υποχωρεί ή να περιορίζεται, όταν αυτό επιβάλλει η αρχή του σεβασμού και της προστασίας του ανθρώπου και οι γενικότερες αρχές  που απορρέουν από αυτήν, όπως η αρχή της δικαστικής ακρόασης, του τεκμηρίου αθωότητας, της δίκαιης διεξαγωγής της δίκης κ.λπ., που προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ή θεμελιώνονται σε ειδικότερες συνταγματικές διατάξεις[40]. Όμως, εδώ, η προσωπική εμφάνιση του κατηγορουμένου στις περιπτώσεις κακουργημάτων, σύμφωνα με τη διάταξη του εδ. β’ της § 3 του άρθρου 238Α ΚΠΔ, είναι τόσο σημαντική, ώστε να βαρύνει περισσότερο από όσο η οικονομία της ποινικής δίκης και επιτάχυνση της διαδικασίας.

9. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 343 § 1 ΚΠΔ καθιερώνεται για τον διευθύνοντα τη συζήτηση η υποχρέωση να πληροφορεί τον κατηγορούμενο για το δικαίωμά του να διατυπώνει τις παρατηρήσεις του ύστερα από την εξέταση κάθε αποδεικτικού μέσου στο ακροατήριο.

Με το άρθρο 100 του ν. 5090/2024 τροποποιήθηκε το άρθρο 343 § 1 ΚΠΔ, καθώς προβλέπεται πλέον ότι ο διευθύνων τη συζήτηση πληροφορεί τον κατηγορούμενο  ότι έχει το δικαίωμα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις τους, όχι ύστερα από την εξέταση κάθε μάρτυρα ή την έρευνα οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου, αλλά συνολικά ύστερα από την εξέταση των μαρτύρων ή την έρευνα άλλων αποδεικτικών μέσων, εκτός αν ο πρόεδρος κρίνει πως λόγω του μεγάλου αριθμού των μαρτύρων ή των άλλων αποδεικτικών μέσων η διατύπωση των παρατηρήσεων δύναται να λάβει χώρα σε ενδιάμεσο χρόνο με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 358[41]

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι υπάρχει αντίφαση με τη διάταξη του άρθρου 358 εδ. α’ ΚΠΔ σύμφωνα με την οποία κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα, να αναφέρει εναντίον του ή εναντίον της μαρτυρίας του ο,τιδήποτε μπορεί να καθορίσει ακριβέστερα την αξιοπιστία του και που συντείνει στην αποκάλυψη της αλήθειας[42]. Η «αδικαιολόγητη σχετική διπλή ρύθμιση»[43] είναι βέβαιο ότι θα καταλήξει, πέραν των ερμηνευτικών προ­βλημάτων, στην αποδυνάμωση του σχετικού δικαιώματος του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 358 εδ. α’ ΚΠΔ, με αποτέλεσμα να προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 § 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ.

Ως εκ τούτου πρόκειται για μία άστοχη ρύθμιση, δεδομένου ότι το υπερασπιστικό δικαίωμα του κατηγορουμένου κατά το άρθρο 358 εδ α’ ΚΠΔ δεν είναι δυνατό εξαιτίας της επιδίωξης της επιτάχυνσης της ποινικής δίκης – σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 5090/2024 – να περιορισθεί, διότι αυτό απορρέει από το δικαίωμα της ακρόασης, εκτός αν ασκείται καταχρηστικά σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 25 § 3 του Σ. Βέβαια η καταχρηστική άσκηση του υπερασπιστικού δικαιώματος κατά το άρθρο 358 εδ. α΄ ΚΠΔ θα πρέπει να προσδιορίζεται με πλήρη και πειστική ανάπτυξη και δεν αρκεί η απλή επίκληση της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης[44].

Περαιτέρω, αναφορικά με το άρθρο 343 § 2 ΚΠΔ πρέπει να επισημανθούν τα εξής:

Ο νέος ΚΠΔ στην αρχική του μορφή (ν. 4620/ 2019) με την προσθήκη δεύτερης παραγράφου προέβλεπε ότι «Αν από την αποδεικτική διαδικασία προκύψουν νέες περιστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να συνδεθούν με επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, το δικαστήριο, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον κατηγορούμενο παρέχει σε αυτόν τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας. Η πιθανολογούμενη μεταβολή της κατηγορίας ουδέποτε συνιστά λόγο αναβολής της δίκης»[45]. Με το άρθρο 135 ν. 4855/2021 η § 2 του άρθρου 343 ΚΠΔ τροποποιήθηκε ως εξής: «Εφόσον το δικαστήριο μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας και πριν από την απόφαση για την ενοχή προσανατολίζεται σε βελτίωση της κατηγορίας ή ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό οφείλει να ενημερώσει τον παρόντα κατηγορούμενο και να του δώσει τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας. Η πιθανολογούμενη βελτίωση της κατηγορίας ή ο ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός ουδέποτε συνιστούν λόγο αναβολής της δίκης». Ήδη, όμως, με το άρθρο 100 ν. 5090/ 2024 το άρθρο 343 § 2 ΚΠΔ τροποποιήθηκε εκ νέου και έχει πλέον το ακόλουθο περιεχόμενο: «Αν από την αποδεικτική διαδικασία και πριν από την απόφαση για την ενοχή προκύψουν νέες περιστάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να συνδεθούν με επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας, το δικαστήριο εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα από τον κατηγορούμενο, παρέχει σε αυτόν τον κατά την κρίση του αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας. Η πιθανολογούμενη μεταβολή της κατηγορίας ουδέποτε συνιστά λόγο αναβολής της δίκης»[46].

Αναφορικά με το άρθρο 343 § 2 ΚΠΔ, που έχει, όπως επισημαίνεται στην Αιτιολογική Έκθεση, ως σημείο αναφοράς την ισχύουσα § 265 StPO (του γερμανικού κώδικα ποινικής δικονομίας), μετά την τροποποίηση του ν. 5090/2024 προκύπτουν τα εξής:

Σχετικά με το χρονικό σημείο ενεργοποίησης του άρθρου 343 § 2 ΚΠΔ πρέπει να επισημανθεί ότι μπορεί να χωρήσει διακοπή της διαδικασίας στο ακροατήριο χωρίς τον χρονικό περιορισμό που έθεσε ο ν. 4835/2021, δηλ. άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου να ζητήσει χρόνο προετοιμασίας αμέσως μετά την ενημέρωσή του από το δικαστήριο ακόμη και διαρκούσης της αποδεικτικής διαδικασίας. Επομένως μετά τη διακοπή της διαδικασίας στο ακροατήριο επανέρχεται το δικαστήριο στην αποδεικτική διαδικασία με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος και ο συνήγορος υπερασπίσεως που τον εκπροσωπεί να μπορούν να επικαλεσθούν νέα αποδεικτικά στοιχεία[47]. Τότε άλλωστε και μόνο μπορεί να γίνει λόγος για αποτελεσματική άσκηση του υπερασπιστικού δικαιώματος του κατηγορουμένου. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλ. αν ο κατηγορούμενος στερηθεί του δικαιώματος αποδείξεως το οποίο περιλαμβάνεται και στο δικαίωμα ακροάσεως[48], δεν μπορεί να αμυνθεί αποτελεσματικά σε βάρος της κατηγορίας (αιφνίδιες μεταβολές της κατηγορίας), οπότε παραβιάζεται το άρθρο 6 § 3 της ΕΣΔΑ και προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρ. 171 § 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ. Εδώ, ορθά, έχει παρατηρηθεί ότι, όπως επισημαίνεται και στη συναφή νομολογία του ΕΔΔΑ και του ενωσιακού δικαίου, η επανέναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας επιβάλλεται για την αποτελεσματική άσκηση του υπερασπιστικού δικαιώματος[49].

Περαιτέρω εκτιμάται ότι δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια το περιεχόμενο του όρου «νέες περιστάσεις» με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ερμηνευτικά προβλήματα[50]

Επίσης αναφέρθηκε ότι και η άποψη που υποστηρίχθηκε στη γερμανική νομολογία[51] κατά την οποία η υποχρέωση γνωστοποίησης περιορίζεται σε νομικά ζητήματα, αν και γίνεται δεκτή μία απλή αλλαγή των πραγματικών περιστατικών[52], δεν καταλαμβάνει τις συνοδευτικές περιστάσεις της πράξης (τόπος, χρόνος, αντικείμενο του εγκλήματος)[53].

Βέβαιο είναι ότι η σχετική πρόβλεψη του άρθρου 343 § 2 ΚΠΔ, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με τον ν. 4855/2021, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο οφείλει όχι μόνο σε περίπτωση βελτίωσης της κατηγορία, αλλά ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού, να ενημερώνει τον κατηγορούμενο για να προετοιμασθεί καταλλήλως, προστατεύει περισσότερο τον κατηγορούμενο καλύπτοντας το θεσμικό κενό του προϊσχύσαντος ΚΠΔ[54].

Όμως το σημαντικότερο είναι ότι το άρθρο 343 § 2 ΚΠΔ μετά την τροποποίηση του ν. 5090/ 2024 καταργεί την οίκοθεν υποχρέωση του δικαστηρίου να ενημερώσει τον κατηγορούμενο για το ενδεχόμενο της επιτρεπτής μεταβολής της κατηγορίας[55]. Αντίθετα κατά την § 265 (Abs. 1, 2) StPO το δικαστήριο υποχρεούται να υποδείξει στον κατηγορούμενο την επικείμενη μεταβολή της κατηγορίας, (Hinweispflicht), δηλ. την εφαρμογή μιας διαφορετικής ποινικής διάταξης από εκείνη που αναφέρεται στην κατηγορία ή ότι θα γίνουν δεκτές επιβαρυντικές περιστάσεις §265 Abs 2.2)[56]. Η δε γερμανική νομολογία δέχεται τέτοια υποχρέωση υποδείξεως στην περίπτωση επιτρεπτής μεταβολής της κατηγορίας, όπως λ.χ. όταν πρόκειται για απλή μεταβολή των πραγματικών περιστατικών, π.χ. αλλαγή του χρόνου τελέσεως της πράξης[57], όταν επιτρεπτώς μεταβάλλεται το έγκλημα από απόπειρα σε τετελεσμένο και αντιστρόφως, από δόλο σε αμέλεια και αντιστρόφως ή ακόμη και όταν το δικαστήριο προσανατολίζεται στην εφαρμογή μιας επιεικέστερης ποινικής διάταξης[58].

Ως εκ τούτου η ρύθμιση που προβλέπεται στο γερμανικό Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συγκεκριμένα (StPO) στην § 265 Abs1,2 StPO είναι πληρέστερη σε σχέση με το άρθρο 343 § 2 ΚΠΔ μετά την τροποποίηση του ν. 5090/2024[59].

Βέβαια, εδώ, ορθά έχει επισημανθεί αφενός ότι η υποχρέωση εκ των προτέρων ενημερώσεως του κατηγορουμένου για το ενδεχόμενο επιτρεπτών μεταβολών της κατηγορίας γίνεται πιο αναγκαία όσο διευρύνεται η έννοια της δικονομικής πράξης[60], αφετέρου δε ότι η ανωτέρω αυτή  υποχρέωση  σύμφωνα  με  τη διάταξη της § 265 StPO «οφείλει την ύπαρξη της στην ευρύτατη έννοια της πράξης» που γίνεται δεκτή στη 
Γερμανία»[61].

IV. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η αρχή της ταχείας διεξαγωγής της δίκης ή της επιταχύνσεως, που αποτελεί σκοπό της ρύθμισης, κατά την Αιτιολογική Έκθεση του ν. 5090/2024, πρέπει να υποχωρεί, όταν ενδέχεται να οδηγήσει σε μείωση ή αποδυνάμωση της υπεράσπισης του κατηγορουμένου και, ιδίως, όταν η επιτάχυνση της διαδικασίας δεν παρέχει επαρκή χρόνο στον κατηγορούμενο για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του[62]. Ως εκ τούτου δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά αντίθετα αρχή προς προστασία του κατηγορουμένου[63]. Εξάλλου, η παραβίαση της αρχής αυτής σε βάρος του κατηγορουμένου δυσχεραίνει στην πραγμάτωση του ουσιαστικού δικαίου και την απαραίτητη για το σκοπό αυτό διαπίστωση της αλήθειας. Επίσης, η αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας σε σχέση με την απόδειξη της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου αποτελεί καθήκον του δικαστή, αλλά και του εισαγγελέα (βλ. άρθρα 177§1, 239, 351 § 1 ΚΠΔ)[64], ενώ και ο κατηγορούμενος παράλληλα διαδραματίζει σημαντικό αποδεικτικό ρόλο προβάλλοντας υπερασπιστικούς ισχυρισμούς (δικαίωμα αποδείξεως), αρκεί να μην προβάλλονται αυτοί καταχρηστικά (άρθρ. 25 § 3 του Σ).

Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, καθίσταται αναγκαία μια ανάλογη νομοθετική παρέμβαση.


 


* Προδημοσίευση από τη μελέτη του συγγραφέως στον Τιμητ. Τόμ. για τον Ομότιμο Καθηγητή Κ. Παπαδημητρίου.

[1]. Βλ. κυρίως Schmidhäuser, Zur Frage nach dem Ziel des Strafprozesses , Eb Schmidt – Fest., 1961, σ. 511 επ.΄ Volk, Prozeßvoraussetzungen im Strafrecht, 1978 σ. 49. Πρβλ. επίσης Roxin/Schünemann,Strafverfahren­srecht, 29η έκδ, 2017 σ. 2, αριθ. 2 και 3.Meyer-Goß­ner/Schmitt, StPO, 66η έκδ., 2023, Einlαριθ4. Από την ελληνική θεωρία βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θε­με­λιώδεις έννοιες της Ποινικής Δίκης, 5η έκδ. 2020 σ. 55, αριθ. 54, 55΄ ΚαρράΠοινικό Δικονομικό Δίκαιο, 8η έκδ. 2024 σ. 4.

[2]. Βλ. Ν. Ανδρουλάκηό.α. σ. 55, αριθ. 54Καρρά ό.α. σ. 4 . Βλ. επίσης Μπενάκη Ψαρούδα, ΠοινΧρ Ο΄ 6. Ωστόσο στην ελληνική θεωρία έχουν διατυπωθεί και άλλες απόψεις, όπως λ.χ. η άποψη, που υποστηρίζει ότι η ποινική δίκη εξυπηρετεί την πραγματοποίηση του ουσιαστικού ποινικού δικαίου (βλ. ΓάφοΠοινική Δικονομία κατά τον νέο Κώδικα, τεύχ. Α΄, 1966, σ. 5), η άποψη κατά την οποία η ποινική δίκη σκοπεύει στην ικανοποίηση της ποινικής αξιώσεως της πολιτείας, που γεννάται από την τέλεση του εγκλήματος (βλ. ΒουγιούκαΠοινικό Δικονομικό Δίκαιο, τεύχ. Ι, 1984, σ. 9), καθώς και ότι η ποινική δίκη σκοπεύει στην πραγμάτωση της ιδέας του δικαίου που μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αποκάλυψη της αλήθειας (βλ. ΔέδεΠοινική Δικονομία, έκδ. 10η, 1991, σ. 23). Πρβλ. την πρόσφατη εργασία του Ν. ΑνδρουλάκηΗ ζήτηση και η «εύρεση» της αλήθειας στην ποινική δίκη, 2017, σ. 7 και την απόφαση του Γερμανικού Ακυρωτικού BGHSt 50. 48, στην οποία παραπέμπει ο ανωτέρω συγγραφέας (ό.α. σ. 7 σημ. 24). Βλ. επίσης ΣατλάνηΑλήθεια και Δικαιοσύνη ως πρωταρχικοί σκοποί της Ποινικής Διαδικασίας μέσα από παραδείγματα, 1996-1998, σ. 19, 20΄ΚιούπηΠοινΧρ ΜΘ΄ 197.

[3]. Βλ. Καρράό.α., σ. 32.

[4]. Βλ. Α. ΚωνσταντινίδηΠοινικό Δικονομικό Δίκαιο, 6η έκδ. 2025, πρόλογος.

[5]. Ν. ΑνδρουλάκηςΗ ζήτηση και η «εύρεση» της αλήθειας, στην ποινική δίκη, 2017, σ. 6. Περαιτέρω βλ. την απόφαση BGHSt (Großer Senat) 50, σ. 40 (48). Σύμφωνα με την απόφαση αυτή Κεντρικός στόχος της ποινικής διαδικασίας είναι η διάγνωση της περί τα πράγματα αλήθειας «ως αναγκαίο θεμέλιο μιας δίκαιης απόφασης» (η υπογράμμιση στο Ν. Ανδρουλάκη, ό.α. σ. 7 σημ. 24).

[6]. Βλ. σχετικά Perrot, Le droit à la preve. Effektiver Rechtsschutz und verfussungsmässige Ordnung, Die  generalberichte zun VII, Internationalen kongress für Prozessrecht, Wüvzburg, 1983 σ. 95 επ. Ειδικότερα για το ζήτημα, αν η ανεύρεση της αλήθειας αποτελεί περιεχόμενο της παροχής έννομης προστασίας (άρθρ. 20 του Σ), βλ. ΟρφανίδηΤο επιτρεπτό των αποδεικτικών συμβάσεων, 1988 σ. 307 επ.

[7]. Βλ. Καρράό.α. σ. 28.

[8]. Βλ. ΣυμεωνίδηΠοινΔικ 2024 (ειδικό ψηφιακό τεύχος ΤΝΠ QUALEX), σημείο 1, 2. Για την επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας βλ. επίσης Δαλακούρα, ΠοινΔικ 2024 (ειδικό ψηφιακό τεύχος ΤΝΠ QUALEX, σημείο I).

[9]. Βλ. Συμεωνίδηό.α.  σημείο 1.2 κατά τον οποίο η επιδίωξη της ταχύτητας στην ποινική διαδικασία δεν μπορεί «να διεκδικεί το προβάδισμα σε σχέση με την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και την εκφορά ορθής δικαστικής κρίσης, ούτε σε σχέση με την εξασφάλιση των προϋποθέσεων για διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας και τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου στο πλαίσιό της».

[10]. Βλ. Καρράό.α. σ. 33. Βλ. επίσης Συμεωνίδη, ό. α., σημείο 1.3.

[11]. Συμεωνίδηςό.α., σημείο 1.5.

[12]. Συμεωνίδηςό.α., σημείο 1.6.

[13]. Βλ. Η. Αναγνωστόπουλουnova criminalia, Απρίλιος 2024 σ. 1. Τζαννετή, ΠοινΔικ 2024. 319 επΣυμεωνίδου– ΚαστανίδουΠοινΔικ 2024. 109, 110Δημήτραινα, ΠοινΔικ 2023. 1281, 1282Δαλακούρα, ΠοινΔικ 2024 (ειδικό ψηφιακό τεύχος ΤΝΠ QUALEX), σημεία 1, 6, 8 Καλφέλη, ΠοινΔικ 2024 (ειδικό ψηφιακό τεύχος ΤΝΠ QUALEX), Δ. Συμεωνίδη, ΠοινΔικ 2024 (ειδικό ψηφιακό τεύχος ΤΝΠ QUALEX, σημείο 2.3)Ζαχαριάδη, ΠοινΔικ 2024 (ειδικό ψηφιακό τεύχος ΤΝΠ QUALEX)΄ΝαζίρηΠοινΔικ 2024. 412 επ., του ιδίου, ΠοινΔικ 2024. 505 επΜοροζίνηThe Art of Clrime 13/2023 σ. 90 επ..ΤσερτσίδηΠοινΔικ 2024. 509 επ. Βλ. επίσης Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, Παρατηρήσεις στο Σ/Ν του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας», (Αθήνα 13.2. 2024)Μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου για τροποποίηση των Ποινικών Κωδίκων (Αθήνα 4.12.2023).

[14]. Βλ. Αθ. Ζαχαριάδη/Αικ. Μαρουλάκη, ΠοινΔικ 2024 (ειδικό ψηφιακό τεύχος ΤΝΠ QUALEX) σημείο ΙΙ, Ι. Δαλακούρα, ΠοινΔικ 2024 (ειδικό ψηφιακό τεύχος ΤΝΠ QUALEX) σημείο 6. Βλ. επίσης ΈνωσηΕλλήνων Ποινικολόγων Παρατηρήσεις στο Σ/Ν του Υπουργείου Δικαιοσύνης, «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» Αθήνα 13.2.2024.

[15]. Βλ. Δαλακούραό.α. σημείο 1. Αθ. Ζαχαριάδη/Αικ. Μαρουλάκηό.α. σημείο ΙΙ.2. Βλ. επίσης Μοροζίνη, The Art of Crime 13/2023 σ. 105.

[16]. Βλ. Ένωση Ελλήνων ΠοινικολόγωνΠαρατηρήσεις στο Σ/Ν του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ό.α.

[17]. Αναλυτικότερα βλ. Χ. ΣεβαστίδηΠοινΔικ 2024. 921 επ.

[18]. Βλ. Καρράό.α.. σ. 581, 582.

[19]. ΣυμεωνίδηςΠοιν.Δικ. 2024 (ειδικό ψηφιακό τεύχος ΤΝΠ QUALEX) σημείο 4.

[20]. Βλ. ΕΔΔΑ Τσότσος κατά Ελλάδας της 30.4.2009. Βλ. επίσης Συμεωνίδηό.α. σημείο 4.Χ. ΣεβαστίδηΠοινΔικ 2024. 924Αν. Τριανταφύλλου, Ζητήματα μαρτυρικής απόδειξης, 2014 σ. 13ΧριστόπουλουΠοινΔικ 2009. 1283 επ. Μοροζίνη, The Art of Crime 13/2023 σ. 123 Δημάκη, Τιμ. Τόμ. Γιαννίδη, 2020 σ. 540, Αθ. Ζαχαριάδη/Λ. Μαργαρίτη/Π. ΙωαννίδουΟ Νέος ΚΠΔ, Ερμ. κατ’ άρθρ. του ν. 4620/2019, Τόμ. Πρώτος, 2η έκδ., 2024 σ. 1270.Δαλακούραό.α., σημείο 15.

[21]. Βλ. Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγωνπαρατηρήσεις στο Σ/Ν του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ό.α. Πρβλ. και Έκθεση Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής επί του νομοσχεδίου «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας». Βλ. επίσης Καρρά, ό.α. σ. 581.

[22]. Βλ. και παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου για τροποποίηση των Ποινικών Κωδίκων, από Μέλη του ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (Αθήνα 4 Δεκεμβρίου 2023).

[23]. Βλ. σχετικά Ν. Ανδρουλάκη, ΠοινΧρ ΚΑ΄ 353 επ. Πρβλ και Μυλωνόπουλο, ΠοινΧρ ΛΘ΄ 673 επΑΚωνσταντινίδη, ΠοινΧρ ΛΕ΄ 849 επ.

[24]. Βλ. Καρρά, ό.α. σ. 581. Χ. Σεβαστίδη, ΠοινΔικ 2024. 928.

[25]. Βλ. και Συμεωνίδη, ό.α., σημείο 4.  Αθ. Ζαχαριάδη/Λ. Μαργαρίτη/Π. Ιωαννίδουό.α. σ. 1270 ΄Δαλακούρα, ό.α., σημείο 14.

[26]. Βλ. παρατηρήσεις στο Σ/Ν του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ό.α. Βλ. επίσης Δαλακούραό.α., σημείο 15Συμεωνίδηό.α., σημείο 5.

[27]. Βλ. Δαλακούραό.α. σημείο 15. Συμεωνίδηό.α. σημείο 5΄Αθ. Ζαχαριάδη/Λ. Μαργαρίτη/Δ. Παπαδόπουλουό.α., σ. 4018.

[28]. Βλ. Συμεωνίδηό.α., σημείο 5.

[29]. Βλ. Διάγραμμα Σ.Κ.Π.Δ. 1950 σ. 308.

[30]. Βλ. Καρρά, ό.α. σ. 640 επ Δέδε, Θεωρητικά προβλήματα της αποδεικτικής διαδικασίας, Σειρά «ΠΟΙΝΙΚΑ», αριθ. 22, 1985 σ. 40 επ..Α. Κωνσταντινίδη, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο 6η έκδ., 2025 σ. 493 επ.

[31]. Βλ. Ν. Ανδρουλάκη, Αιτιολογία και Αναιρετικός έλεγχος ως Συστατικό της Ποινικής Απόδειξης, 1998, σ. 3 και 4 με περαιτέρω παραπομπές. Βλ. επίσης Γιαννίδη, Η αιτιολόγηση των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων, Τα θεωρητικά θεμέλια, τεύχος Β’, 2003 σ. 161.

[32]. Ανδρουλάκηό.α. σ. 3.

[33]. Βλ. Μοροζίνηό.α. σ. 108.

[34]. Βλ. Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, παρατηρήσεις στο Σ/Ν του Υπουργείου Δικαιοσύνης ό.α. Αθ. Ζαχαριάδη/Αικ. Μαρουλάκη, ό.α., σημείο ΙΙ.3. Συμεωνίδη, ό.α. σημείο 9.

[35]. Συμεωνίδης, ό.α. σημεία 7 και 18.

[36]. Βλ. επίσης ΚαρράΠοινικό Δικονομικό Δίκαιο, 8η έκδ., 2024 σ. 631 Μοροζίνη, ό.α. σ. 108Συμεωνίδη, ό.α., του ίδιου ΠοινΔικ 2004. 67 επ Χ. ΣεβαστίδηΚΠΔ, ν. 4620/2019, Ερμ. κατ’ άρθρ., Τόμ. IV, 2021 σ. 542.

[37]. Βλ. και Συμεωνίδηό.α. σημείο 1.8. 

[38]. Βλ. Schäfer Strafprozeßrecht, Eine Ein­füh­rung, 1976 σ. 258, αριθ. 79.

[39]. Βλ. Ν. ΑνδρουλάκηΘεμελιώδεις Έννοιες της ποινικής δίκης, έκδ. 5η, 2020 σ. 50, αριθ. 48 με περαιτέρω παραπομπές’  ΚαρράΠοινικό Δικονομικό Δίκαιο, 8η έκδ., 2024 σ. 348, του ίδιου, Η αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, Σειρά «ΠΟΙΝΙΚΑ», αριθ. 29, 1989 σ. 30. Από τη γερμανική θεωρία βλ. SchäferΕισαγωγή στον Löwe-Rosenberg, StPO τόμ. Ι, 22η έκδ., 1971 σ. 160’ Dahs. H., Das rechtliche Gehör, 1965 σ. 30, 32 επ.

[40]. Βλ. ΚαρράΠοινικό Δικονομικό Δίκαιο, 8η έκδ., 2024 σ. 20, 21 με περαιτέρω παραπομπές. Πρβλ. Ν. Ανδρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 5η έκδ., 2020 σ. 202, αριθ. 301.

[41]. Για την ισχύουσα διάταξη του άρθρου 343 § 1 ΚΠΔ βλ. Καρρά, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2024, σ. 571. Βλ. επίσης Συμεωνίδηό.α. σημείο 6. Χ. Σεβαστίδη, ΠοινΔικ 2024. 929, 930.

[42]. Βλ. Συμεωνίδηό.α., σημείο 6, ο οποίος ορθά προσθέτει ότι πρόκειται για υπερασπιστικό δικαίωμα που συναρτάται ευθέως μεταξύ των άλλων και με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη. ΝαζίρηΠοινΔικ 2024. 621.

[43]. ΚαρράςΟ Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2024 σ. 571. Αναλυτικότερα βλ. Χ. ΣεβαστίδηΠοινΔικ 2024. 929, 939.

[44]. Βλ. ΚαρράΗ αρχή της δικαστικής ακροάσεως στην ποινική δίκη, Σειρά «ΠΟΙΝΙΚΑ», αριθ. 29, 1989 σ. 20, 21.

[45]. Για την Οδηγία 2012/13/ΕΕ και ειδικότερα το δικαίωμα ενημέρωσης υπόπτων και κατηγορουμένων για την μεταβολή κατηγορίας βλ. H. Αναγνωστόπουλου, ΠοινΧρ ΞΘ΄ 488 και 489.

[46]. Βλ. αναλυτικά ΤζαννετήΠοινΔικ 2024. 319 επ., 322 επ, του ίδιου, Η ταυτότητα της δικονομικής πράξης, 2010 σ. 285, 286. Βλ. επίσης Καρρά, Ο Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2024 σ. 572, 573 ΄Λ. ΜαργαρίτηΟι αλλαγές του 4855/2021, Ο νέος ΚΠΔ, 2021 σ. 87 επ.˙ ΑθΖαχαριάδη/Λ. Μαργαρίτη/Μ. ΤσερτσίδηΟ Νέος ΚΠΔ, Ερμ κατ’ άρθρ. του ν. 4620/2019, Τόμ. Πρώτος, 2η έκδ., 2024 σ. 2292,2293˙ Χ. ΣεβαστίδηΚΠΔ ν. 4620/2019, Ερμ. κατ’ άρθρο, Τομ. IV, 2021 σ. 496Τσιρίδη, ΠοινΔικ 2022 σ. 15 επ.

[47]. Βλ. ΚαρράΟ Νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, 2024 σ. 572. Βλ. επίσης Τζαννετή, ΠοινΔικ 2024. 323˙ Αθ.Ζαχαριάδη/Λ. Μαργαρίτη/Μ. Τσερτσίδη, ό.α. σ. 2292˙ Περβίζο, Παρατηρήσεις στην ΑΠ 746/2023, ΠοινΔικ 2023. 1048. Βλ. επίσης Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων Παρατηρήσεις στο Σχ/Ν του Υπουργείου Δικαιοσύνης (Αθήνα 13.2.2024). Περαιτέρω στη δυνατότητα ο κατηγορούμενος να προβάλλει το σχετικό αίτημα μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας αναφέρεται ο Τσιρίδης, ΠοινΔικ 2022. 21.

[48]. Βλ. επίσης Meyer – Goßner/Schmitt, StPO, 66η έκδ., 2023 σ. 1453 επ.

[49]. Βλ. Τζαννετή, ΠοινΔικ 2023. 323. ΠερβίζοΠαρατηρήσεις στην ΑΠ 746/2027, ΠοινΔικ 2023. 1048΄ Αθ. Ζαχαριάδη/Λ. Μαργαρίτη/Μ. Τσερτσίδηό.α. σ. 2291.

[50]. Βλ. Λ. ΜαργαρίτηΟι αλλαγές του Ν. 4855/2021, Ο Νέος ΚΠΔ, 2021, σ. 89.

[51]. Βλ. BGHSt, NStZ 2000. 216.

[52]. Όπως λ.χ. μία αλλαγή του χρόνου τέλεσης της πράξης (BGH NStZ 1984. 422. BGH NstZ 1991. 550OLG Bremen StV 1996. 301). Βλ. επίσης Roxin/Schü­nemann, Strafverfahrensrecht, 29η έκδ., 2017 σ. 358, αριθ. 28 – StV 1997 σ. 237. Από τη γερμανική  νομολογία βλ. BGH NStZ 1991. 550 κατά την οποία «Das Gericht, das den Schuldspruch innerhalb des Rahmens der angeklagten Tat auf einen gegenüber der Anklagten weentlich veränderten Sachverhalt stützt,mnß den Angeklagten zuvor einen entsprechenden Hiwei, erteilen». Βλ. επίσης OLG Bromen StV 1996. 301.

[53]. Βλ. ΤζανεττήΠοινΔικ 2023. 325. Από τη γερμανική θεωρία βλ. Roxin/Shünemannό.α. σ. 358, κατά την οποία η άποψη αυτή περιορίζεται σε γεγονότα και στοιχεία της πράξης καθοριστικά για την υπαγωγή της στην αντικειμενική υπόσταση ενός εγκλήματος (subsumtionserhebliche Tatsachen) και δεν καταλαμβάνει εκείνα που δεν ανήκουν σ’ αυτή (BGH StV 1988. 472).

[54]. Βλ. και Αθ. Ζαχαριάδη/Λ. Μαργαρίτη/ Μ. Τσερτσίδηό.α. 2292. Βλ. επίσης Λ. Μαργαρίτηό.α. σ. 87.

[55]. Βλ. και Τζαννετήnova criminalia, Απρίλιος 2024 σ. 5˙ Αθ. Ζαχαριάδη/Λ. Μαργαρίτη/Μ. Τσερτσίδηό.α. σ. 2292. Βλ. επίσης την ΑΠ 746/2023 ΠοινΔικ 2023. 1042 υπό το νομικό καθεστώς του ν. 4855/2021, κατά την οποία η παράλειψη ενημέρωσης για την μεταβολή κατηγορίας μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση της αρχής της ποινικής δίκης: «Από τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 343 ΚΠΔ προκύπτει ότι σε κάθε περίπτωση βελτίωσης της κατηγορίας ή ορθότερου νομικού χαρακτηρισμού, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να ενημερώσει προηγουμένως τον εμφανισθέντα κατηγορούμενο και να του δώσει τον αναγκαίο χρόνο για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, άλλως παραβιάζεται το άρθρο 6 § 3 της ΕΣΔΑ και προκαλείται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 § 1 περ. δ΄ ΚΠΔ, για την οποία ιδρύεται ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α΄ του ιδίου Κώδικα, λόγος αναιρέσεως».

[56]. Βλ. Roxin/Schünemman, Strafverfahrensrecht, 29η έκδ., 2017 σ. 358, αριθ. 26.

[57]. Βλ. BGH NStZ 1984. 422BGH NStZ 1994. 502. BGH NStZ 1991. 550..

[58]. Βλ. ΤζαννετήΗ ταυτότητα της δικονομικής πράξης, 2010 σ. 286, με περαιτέρω παραπομπές.

[59]. Κατά την § 265 Abs 3 StPO αν ο κατηγορούμενος ισχυρισθεί ότι είναι ανέτοιμος να αντικρούσει την κατηγορία που θεμελιώνει την εφαρμογή μιας περισσότερο σοβαρής κατηγορίας, τότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβάλλεται ύστερα από αίτημά του. Επίσης σύμφωνα με την § 265 Abs 4 StPO το δικαστήριο αναβάλλει υποχρεούμενο οίκοθεν να ενημερώσει τον κατηγορούμενο και στην περίπτωση αλλαγής των πραγματικών περιστατικών για να αντικρούσει αυτός την κατηγορία και να προετοιμασθεί υπερασπιστικά καταλλήλως. Περαιτέρω γίνεται δεκτό στη γερμανική νομολογία για την υποχρέωση ενημερώσεως του κατηγορουμένου ότι είναι αδιάφορο, αν το δικαστήριο προσανατολίζεται στην αποδοχή ευμενέστερης ή δυσμενέστερης εκδοχής της κατηγορίας (βλ. BGH NStZ 1983. 424˙ BGH  StV NStZ 1991. 8). Βλ. επίσης Roxin/Schünemann, ό.α. σ. 359, αριθ. 29..

[60]. Βλ. Τζαννετήό.α., σ. 286.

[61]. Τζαννετήςό.α., σ. 286.

[62]. Βλ. ΚαρράΠοινικό Δικονομικό Δίκαιο, 8η έκδ., 2025 σ. 32˙ Δαλακούρα, ΠοινΔικ 2024 (ειδικό ψηφιακό τεύχος τεύχος ΤΝΠ QUALEX, σημείο 3).

[63]. Βλ. Roxin/Schünemann, ό.α., σ. 91, αριθ. 3.

[64]. Βλ. Ν. ΑνδρουλάκηΗ ζήτηση και η «εύρεση της αλήθειας» στην ποινική δίκη, 2017 σ. 77. Πρβλ BGH St (Großer Senat) 50. 48.