Α. Μπρεδήμα: Η επιβολή από τις ΗΠΑ δασμών σε εισαγόμενα από τρίτες χώρες προϊόντα ("δασμοί Τραμπ") και η συμβατότητά τους με την αμερικανική έννομη τάξη και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου
Η επιβολή από τις ΗΠΑ δασμών
σε εισαγόμενα από τρίτες χώρες προϊόντα («δασμοί Τραμπ»)
και η συμβατότητά τους με την αμερικανική έννομη τάξη
και τους κανόνες του διεθνούς δικαίου
Αντώνη Μπρεδήμα
Ομότιμου Καθηγητή Διεθνούς Δικαίου, Νομική Σχολή ΕΚΠΑ
Εισαγωγικά στοιχεία[1]
Ήδη από τις πρώτες ημέρες της δεύτερης προεδρικής του θητείας, ο Ντ. Τραμπ προέβη σε μία σταδιακή αύξηση των δασμών σε όλα σχεδόν τα εισαγόμενα προϊόντα στις ΗΠΑ. Εκτιμάται ότι ο μέσος όρος των δασμών αυτών πέρασε από το 2,50% τον Ιανουάριο του 2025 στο 27% τον Απρίλιο του ίδιου έτους, ποσοστό που θεωρείται το υψηλότερο εδώ και έναν αιώνα[2]. Η πολιτική αυτή του Τραμπ δεν έχει έναν αιφνιδιαστικό χαρακτήρα. Η χρήση δασμών ως μέσο για την ρύθμιση του εξωτερικού εμπορίου των ΗΠΑ και η αποκατάσταση των ανισορροπιών του ανάγεται στη δεκαετία του 1980[3]. Και, ενώ ανέκαθεν οι ΗΠΑ ζητούσαν να υπάρχει αμοιβαιότητα στις εμπορικές τους σχέσεις, προκειμένου να υπάρξει «δίκαιο εμπόριο»[4], μόνο επί της πρώτης προεδρίας Τραμπ οι ΗΠΑ ζήτησαν να εφαρμοστεί πλήρης αμοιβαιότητα, με την έννοια ότι όλα τα μεγέθη του εμπορίου και οι όροι και οι προϋποθέσεις του εμπορίου θα πρέπει να βρίσκονται σε αντιστοιχία και προς τις δύο κατευθύνσεις των εμπορικών συναλλαγών[5].
Έτσι, το 2018, ο Τραμπ επέβαλε δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, γεγονός που προκάλεσε άνοδο των τιμών τους στις ΗΠΑ[6], ενώ το 2019, χρησιμοποίησε την απειλή επιβολής δασμών ύψους 25% στο Μεξικό, προκειμένου να αναγκάσει τη χώρα αυτή να συνεργαστεί στο θέμα του περιορισμού της παράνομης μετανάστευσης Μεξικανών στις ΗΠΑ[7]. Επί πλέον, πίεσε το Μεξικό και τον Καναδά να επαναδιαπραγματευθούν τη συμφωνία North Atlantic Free Trade Association (NAFTA 1), με αποτέλεσμα να δεσμευθούν για δασμούς ύψους 0% ως προς τα περισσότερα προϊόντα του μεταξύ τους εμπορίου. Αμέσως μετά, όμως, ο Τραμπ επέβαλε στον Καναδά δασμούς ύψους 10% στο αλουμίνιο καναδικής προέλευσης, τους οποίους πήρε πίσω ένα μήνα μετά, και μόλις 3 ώρες προτού ο Καναδάς προβεί σε αντίμετρα[8]!
Σε σχέση με τη δεύτερη θητεία του στο Λευκό Οίκο, ο Τραμπ είχε εξαγγείλει, ήδη κατά την προεκλογική του καμπάνια, την επιβολή μεγαλύτερων δασμών από αυτούς της πρώτης του θητείας, και συγκεκριμένα: 60% στην Κίνα, 10% στο Μεξικό και 20% σε όλες τις άλλες χώρες. Παράλληλα πρότεινε την επιβολή δασμών σε αμερικανικές εταιρείες που παρήγαγαν βιομηχανικά προϊόντα στο εξωτερικό, ακόμη και της τάξεως του 200%[9]. Εξάλλου, αναφέρθηκε στη δυνατότητα αντικατάστασης όλων των φόρων εισοδήματος με το εισόδημα από τους δασμούς, πράξη που κρίθηκε από πολλούς οικονομολόγους ως ανεδαφική[10].
Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Τραμπ κήρυξε την ύπαρξη εθνικής επείγουσας κατάστασης (emergency) σε σχέση με το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών, ιδιαίτερα το fentanyl, και επέβαλε δασμούς ύψους 25% στα περισσότερα προϊόντα εισαγωγής από το Μεξικό και τον Καναδά, καθώς και δασμούς ύψους 10% για τα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα[11]. Οι παραπάνω δασμοί ως προς το Μεξικό και τον Καναδά σύντομα ανεστάλησαν[12]. Οι δασμοί όμως για τα κινεζικά προϊόντα παρέμεναν, και μάλιστα αυξήθηκαν στο 20%[13]. Παράλληλα, ο Τραμπ εξέφρασε την πρόθεσή του να επιβάλει, αρχής γενομένης τον Απρίλιο 2025, «αμοιβαίους δασμούς» (reciprocal tariff) σε όλες τις χώρες που υιοθετούν εμπορικά εμπόδια σε βάρος των αμερικανικών προϊόντων[14].
Πολλές ξένες χώρες εκδήλωσαν την ετοιμότητά τους να προβούν σε διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για το θέμα των δασμών, χωρίς όμως να βρουν ανταπόκριση[15], [16]. Αντ’ αυτού ο Τραμπ εξήγγειλε στις 2 Απριλίου 2025 αμοιβαίους δασμούς για όλες τις χώρες που δεν υπάγονταν σε άλλους δασμούς. Αυτοί οι δασμοί ανέρχονταν στο 10% για όλες σχεδόν τις εισαγωγές στις ΗΠΑ[17], ενώ οι δασμοί για προϊόντα προερχόμενα από 57 κράτη σύντομα αυξήθηκαν μεταξύ 11% και 50%, αλλά η εφαρμογή τους ανεστάλη μέσα σε μερικές ώρες, εκτός από την Κίνα, από φόβο για τις άσχημες επιπτώσεις στις αγορές[18]. Όσον αφορά την Κίνα, οι εκατέρωθεν δασμοί αυξήθηκαν, διαδοχικά, με αποτέλεσμα οι μεν δασμοί των ΗΠΑ επί των κινεζικών προϊόντων να φθάσουν το 145%, οι δε δασμοί της Κίνας σε βάρος των αμερικανικών προϊόντων στο 125%[19]. Στις 12 Μαρτίου 2025, οι ΗΠΑ επέβαλαν δασμούς ύψους 25% σε προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου, και στις 3 Απριλίου δασμούς 25% στα εισαγόμενα αυτοκίνητα[20]. Τέλος, και αυτό υπήρξε μία σημαντική στιγμή, ΗΠΑ και Κίνα συμφώνησαν, στις 12.5.2025, να περιορίσουν τους υπάρχοντες υπερβολικούς δασμούς (145% και 125% αντίστοιχα) στο 10% για 90 ημέρες, ενώ οι δασμοί των ΗΠΑ στα περισσότερα φορτία διά θαλάσσης μειώθηκαν στο 30%[21].
Μία πρώτη διαπίστωση από τα παραπάνω είναι ότι η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ σε τρίτες χώρες, και ιδιαίτερα το Μεξικό και την Κίνα, έγινε με κοινή συναίνεση των δύο πολιτικών παρατάξεων στο Κογκρέσο (Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι) ασχέτως από το ποια παράταξη βρισκόταν στην εξουσία (Τραμπ/2016, Μπάϊντεν/2020 και πάλι Τραμπ/2024).
Ασφαλώς, η πρώτη χρονικά μαζική χρησιμοποίηση των δασμών ως εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ ξεκίνησε επί της πρώτης Προεδρίας του Τραμπ, διατηρήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, από την Προεδρία Τζ. Μπάϊντεν, για να επαναληφθεί σε ένα ακόμα πιο μαζικό επίπεδο, από τη δεύτερη Προεδρία του Τραμπ[22].
Στις γραμμές που ακολουθούν, μετά από μία αναφορά στην έννοια της εθνικής ασφάλειας (Π), θα εξετάσουμε, σε ένα πρώτο μέρος, τη συμβατότητα των δασμών με την αμερικανική έννομη τάξη, και σε ένα δεύτερο μέρος, τη συμβατότητά τους με τους κανόνες του διεθνούς εμπορίου.
II. Έννοια και νομική διάσταση της εθνικής ασφάλειας
Η έννοια της εθνικής ασφάλειας (national security) ταυτίζεται κατ’ αρχάς με την έννοια της στρατιωτικής ασφάλειας. Εν τούτοις, τα κράτη έχουν ολοένα και περισσότερο διευρύνει αυτή την έννοια, προκειμένου να συμπεριλάβει και την οικονομική ασφάλεια, ιδιαίτερα δε σε σχέση με το διεθνές εμπόριο. Και, ενώ οι υπέρμαχοι του ελεύθερου εμπορίου επισημαίνουν τη συμβολή του στην προαγωγή και διατήρηση της διεθνούς ειρήνης, οι «προστατευτικοί» προβάλλουν το γεγονός ότι οι απεριόριστες εισαγωγές προϊόντων ενέχουν τον κίνδυνο δυσμενών επιδράσεων από αντίπαλες δυνάμεις, παράλληλα με την επισήμανση ότι οι περιορισμοί που επιβάλλουν οι διεθνείς κανόνες εμπορίου υπονομεύουν την εθνική ασφάλεια[23].
Όπως έχει παρατηρηθεί, υπάρχει μία εγγενής αοριστία στον όρο «εθνική ασφάλεια», εξαρτώμενη πολλές φορές από τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους φορείς (κράτη). Η ύπαρξη λ.χ. απειλών ανάμεσα σε μικρά κράτη, όπως η Γρενάδα και το St. Kitts and Nevis στην Καραϊβική, έχει διαφορετική σημασία από ό,τι σε σχέση ανάμεσα σε αυτά και τα μεγάλα κράτη, όπως οι ΗΠΑ. Επιβάλλεται επομένως να αποσαφηνιστεί αυτή η έννοια, προκειμένου να προσδιοριστούν σε ποιο βαθμό τα συγκεκριμένα μέσα αντιμετώπισης μπορούν να επιτύχουν τον στόχο τους, δηλαδή την εθνική ασφάλεια[24].
Αν και η διατήρηση της εθνικής ασφάλειας συνδέεται ασφαλώς, ως ένα βαθμό, με την οικονομική διάσταση, στην πραγματικότητα δεν αποτελεί, στην ουσία της, οικονομικό θέμα. Λ.χ. το να αυξήσει ένα κράτος τους δασμούς για ένα εισαγόμενο προϊόν, προκειμένου να αναγκάσει την άλλη πλευρά να μειώσει την τιμή του, αυτό ενέχει μία καθαρά οικονομική διάσταση[25]. Από την άλλη πλευρά, ένα κράτος μπορεί, μέσα από τη χρήση των δασμολογικών εργαλείων να επιδιώκει μη-οικονομικούς στόχους, δηλαδή να αποφύγει, μέσω της ύψωσης των δασμών, ή πιο ριζικά, και μέσω της απαγόρευσης εισαγωγής ενός προϊόντος, την υπερβολική εξάρτησή του από τις εισαγωγές του από ένα άλλο, αρκετές φορές μη-φιλικό, κράτος. Με τον τρόπο αυτό, το κράτος εισαγωγής είναι σε θέση να διατηρήσει την αμυντική υποδομή και βιομηχανία του[26].
Εν τούτοις, το ίδιο θέμα που επισύρει την επιβολή (ή την απόσυρση) των δασμών, μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, να θεωρηθεί ότι στοχεύει είτε σε οικονομικούς, είτε σε μη - οικονομικούς λόγους. Έτσι, λχ. το 2017, η International Trade Commission (ITC) των ΗΠΑ[27], μετά από προσφυγή των ενδιαφερομένων Αμερικανών παραγωγών φωτοβολταϊκών συστημάτων, αφού διαπίστωσε ότι τα εισαγόμενα από την Κίνα προϊόντα, απαραίτητα για την κατασκευή φωτοβολταϊκών εγκαταστάσεων (cells & modules), αυξήθηκαν σε τέτοιες ποσότητες που να αποτελούν ουσιώδη λόγο σοβαρής ζημίας στην εγχώρια παραγωγή, συνέστησε στον Πρόεδρο Τραμπ να λάβει μέτρα αντιμετώπισης της κατάστασης[28], πράγμα που έγινε με την επιβολή, το 2018,προσωρινών δασμών[29], [30]. Είναι προφανές ότι ο στόχος της αύξησης αυτών των δασμών είχε ένα χαρακτήρα καθαρά οικονομικό, δηλαδή την προστασία των εγχώριων παραγωγών. Σε μία άλλη περίπτωση, που αφορούσε πάλι εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστημάτων, ο Πρόεδρος Τζ. Μπάϊντεν επέτρεψε την κατάργηση των δασμών στις εισαγωγές των εν λόγω προϊόντων από τη Νότιο-Ανατολική Ασία. Η ενέργεια αυτή εντασσόταν στην κήρυξη από τον Αμερικανό Πρόεδρο, στις 6.6.2022, μιας εθνικής έκτακτης ανάγκης (national emergency) στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρισμού των ΗΠΑ, θεωρώντας ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία και η κλιματική αλλαγή απειλούσαν τις αγορές ενέργειας και την εγχώρια ικανότητα παραγωγής[31].
Από την άλλη πλευρά, η έννοια της εθνικής ασφάλειας δεν παρέμεινε στατική στο πέρασμα του χρόνου. Πράγματι, η λήξη του Ψυχρού Πολέμου (1990) είχε ως αποτέλεσμα να επέλθουν ορισμένες σημαντικές μεταβολές ως προς το τι περιελάμβανε ακριβώς. Εάν, μέχρι τότε, αποτελούσε αντικείμενο αποκλειστικά διακρατικών αντιθετικών διαφορών, στη συνέχεια μετατράπηκε σε μία έννοια που κάλυπτε διάφορους τομείς των διεθνών σχέσεων, αλλά και άλλα, πλην των κρατών, υποκείμενα αυτών των σχέσεων[32]. Αυτά τα «καινούργια» θέματα στα οποία εφαρμόστηκε η έννοια της εθνικής ασφάλειας, είναι: η τρομοκρατία[33], η διαφθορά[34], οι μεταδοτικές ασθένειες (πανδημίες)[35], η μετανάστευση (επί κυβερνήσεων Τραμπ)[36], οι κυβερνοαπειλές[37], το διεθνές έγκλημα[38], η διεθνής διακίνηση ναρκωτικών[39], και οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων τον άνθρωπο[40], στα οποία προστέθηκε, επί κυβερνήσεων Κλίντον και Ομπάμα, η κλιματική αλλαγή[41]. Στα παραπάνω προστέθηκαν πρόσφατα δύο ακόμα ζητήματα: το πρώτο είναι σχετικό με τις απειλές κατά των αξιών, της ηθικής και του πολιτισμού[42], ενώ το δεύτερο αφορά τη συλλογή πληροφοριών και την προπαγάνδα[43]. Παρ’ ότι αυτή η διεύρυνση της έννοιας της εθνικής ασφάλειας ξεκίνησε κατά κανόνα, από τις ΗΠΑ, έχει πλέον επεκταθεί και στα υπόλοιπα κράτη, περιλαμβανομένης και της Κίνας[44].
Στο νομικό επίπεδο, η εθνική ασφάλεια δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνη της επαρκή βάση για την λήψη μέτρων που, κατά τα άλλα, δεν επιτρέπονται από το διεθνές δίκαιο. Μόνο αν συνδεθεί με άλλους κανόνες του διεθνούς δικαίου μπορεί να δικαιολογήσει την λήψη παρόμοιων μέτρων. Αυτοί είναι οι κανόνες της αυτοπροστασίας (self-preservation), που μπορεί να πάρουν τη μορφή είτε της ένοπλης απάντησης σε περίπτωση ένοπλης χρήσης βίας σε βάρος ενός κράτους (νόμιμη άμυνα), είτε άλλων μέτρων ειρηνικού χαρακτήρα, όπως τα αντίμετρα (countermeasures), δηλαδή καθεαυτά μη-νόμιμα μέτρα, που όμως νομιμοποιούνται σε περίπτωση που ένα άλλο κράτος έχει διαπράξει σε βάρος του πρώτου κράτους κάποια διεθνώς παράνομη πράξη[45]. Έτσι, η επιβολή φόρων και άλλων περιοριστικών του διεθνούς εμπορίου μέτρων στη βάση της προστασίας της εθνικής ασφάλειας πρέπει να συνδυαστεί, προκειμένου να είναι νόμιμη, είτε με την προσβολή της εθνικής της κυριαρχίας, είτε με κάποιο συμβατικό κανόνα του διεθνούς δικαίου, και, εν προκειμένω, ιδιαίτερα των κανόνων της GATT/ΠΟΕ.
Πράγματι, όλο το σύστημα των οικονομικών κυρώσεων μονομερούς χαρακτήρα, στηρίχθηκε, τόσο παλαιότερα όσο και στην εποχή μας, στην ύπαρξη ανάγκης προστασίας της εθνικής ασφάλειας[46], τουλάχιστον όσον αφορά το θιγόμενο κράτος[47]. Όσον αφορά όμως την προσβολή της εθνικής κυριαρχίας, γίνεται κατ’ αρχήν δεκτό ότι το δικαίωμα ενός κράτους να προστατεύσει τον εαυτό του σε περίπτωση σοβαρής κρίσης αποτελεί βασικό θεμέλιο του διεθνούς νομικού συστήματος. Όσο η εθνική κυριαρχία ασκεί επίδραση σε αυτό το εξελισσόμενο σύστημα, η εθνική ασφάλεια θα αποτελεί ένα στοιχείο του εφαρμοζόμενου διεθνούς δικαίου[48]. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι υπάρχει σοβαρή διαφωνία ανάμεσα στα κράτη, ως προς το αν οι οικονομικές κυρώσεις (περιλαμβανομένης και της επιβολής δασμών) έχουν παράνομο, κατά το διεθνές δίκαιο, χαρακτήρα. Έτσι, οι ΗΠΑ υποστηρίζουν ότι τα κράτη διαθέτουν το κυρίαρχο δικαίωμα να προστατεύουν τα εθνικά τους συμφέροντα ασφαλείας και ότι οι οικονομικές κυρώσεις αποτελούν νόμιμο μέσο για την επίτευξη της εξωτερικής τους πολιτικής ασφάλειας, αλλά και άλλων εθνικών και διεθνών στόχων[49].
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού πρώτα (μέχρι το 2007) υποστήριζε ότι οι οικονομικές κυρώσεις πρέπει να είναι συμβατές με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, όπως ορίζονται στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και άλλα διεθνή κείμενα, όπως λ.χ. οι συμφωνίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, μεταγενέστερα δηλώνει ότι τα μέτρα αυτά είναι παραδεκτά κάτω από ορισμένες περιστάσεις, όπως η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής και η παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της δημοκρατίας[50]. Για τις αναπτυσσόμενες, τέλος, χώρες τα μονομερή κρατικά μέτρα δεν βασίζονται στο διεθνές δίκαιο και απαγορεύονται από την αρχή της κυρίαρχης ισότητας των κρατών και της μη-επέμβασης[51]. Υπέρ των θέσεων των αναπτυσσόμενων κρατών τάσσονται βασικά κείμενα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, όπως η Διακήρυξη 2131/ΧΧ και 2625/ΧΧΙ (αρχές διεθνούς δικαίου που αφορούν τις φιλικές σχέσεις και συνεργασία ανάμεσα στα κράτη), που προβλέπουν ότι κανένα κράτος δεν θα χρησιμοποιεί μέτρα και μέσα για να εξαναγκάσει ένα άλλο κράτος προκειμένου να επιτύχει από αυτό την υπαγωγή των κυριαρχικών του δικαιωμάτων[52]. Πάντως, παρά το πολιτικό βάρος των Διακηρύξεων αυτών, το γεγονός ότι έχουν συναντήσει την αντίθεση των αναπτυγμένων κρατών, συντελεί στο να μην έχει καταστεί δυνατή η ανάδυση ενός διεθνούς εθιμικού κανόνα απαγορευτικού των μονομερών οικονομικών κυρώσεων[53] (περιλαμβανομένης και της επιβολής και αύξησης των δασμών).
Μέρος πρώτο: η συμβατότητα των δασμών με την αμερικανική έννομη τάξη
1. Το γενικότερο νομικό πλαίσιο
Το Σύνταγμα των ΗΠΑ προσδιορίζει ότι «όλες οι νομοθετικές αρμοδιότητες ανήκουν στο Κογκρέσο[54]», ενώ περιλαμβάνει στις επί μέρους αρμοδιότητες του Κογκρέσου την εξουσία να διαχειρίζεται το εμπόριο με τα ξένα κράτη[55], καθώς και να θέτει και να συλλέγει φόρους (duties, impost and excisus)[56]. Σε εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων, το Κογκρέσο προέβη, στη διάρκεια του χρόνου, σε σταδιακή εκχώρηση αρμοδιοτήτων σχετικά με τους δασμούς στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, στον U.S. Track Representative (USTR) και, κατά περίπτωση, σε άλλες υπηρεσίες της Εκτελεστικής εξουσίας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η διαχείριση του εξωτερικού εμπορίου αποτελούσε σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο του Κογκρέσου[57], το οποίο υιοθέτησε μόλις 12 νόμους που εκχωρούσαν στον Πρόεδρο περιορισμένη αρμοδιότητα να επιβάλει άμεσα δασμούς και άλλα μέτρα εμπορικής πολιτικής, όταν ο Πρόεδρος θεωρούσε ότι η επιβολή αυτή γινόταν για το συμφέρον των ΗΠΑ. Το ποιο ήταν «το συμφέρον των ΗΠΑ» είχε αφεθεί στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Προέδρου. Σε κάθε όμως περίπτωση, η ρύθμιση του εξωτερικού εμπορίου παρέμενε στην άμεση αρμοδιότητα του Κογκρέσου.
Στο τέλος του 19ου αιώνα, παρατηρήθηκε μία αξιοσημείωτη μεταβολή στο παραπάνω πλαίσιο, με το Κογκρέσο να αυξάνει τον ρόλο του Προέδρου στα θέματα εξωτερικού εμπορίου, ο οποίος τα διαχειριζόταν πλέον για λογαριασμό του Κογκρέσου και, πάντως, σύμφωνα με τις οδηγίες του. Είναι χαρακτηριστικός ο Tariff Act 1890, που εκχωρούσε στον Πρόεδρο την αρμοδιότητα να επιβάλλει δασμούς σε ορισμένα προϊόντα όταν διαπίστωνε ότι μία ξένη κυβέρνηση επέβαλε άνισους και μη-εύλογους δασμούς στα αμερικανικά προϊόντα. Το Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) των ΗΠΑ δέχθηκε τη συνταγματικότητα του νόμου αυτού, θεωρώντας ότι το Κογκρέσο έχει την εξουσία να αναθέτει αρμοδιότητες[58]. Η πρακτική αυτή ακολουθήθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, χωρίς πάντως να κατέληγε στην εκχώρηση στον Πρόεδρο πλήρεις εξουσίες (plenary powers)[59].
Κατά την περίοδο αυτή δεν είχε τεθεί θέμα «εθνικής ασφάλειας» σε σχέση με τη διαχείριση του εξωτερικού εμπορίου. Όλα όμως άλλαξαν με τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο, όταν το Κογκρέσο εκχώρησε στον Πρόεδρο ένα εξαιρετικά υψηλό βαθμό ελέγχου του διεθνούς εμπορίου[60]. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι στη συνέχεια, μετά τη λήξη του πολέμου, ο νόμος αυτός εφαρμόστηκε και για την περίοδο ειρήνης, όταν υπήρχε κατάσταση «εθνικής έκτακτης ανάγκης» (national emergency). Αυτή η εξουσία χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα από τον Πρόεδρο Ρούζβελτ, ο οποίος, όπως παρατηρήθηκε[61], χρησιμοποίησε «ρητορική ασφάλειας» που θυμίζει την ανάλογη ρητορική σύγχρονων πολιτικών, ιδιαίτερα όσον αφορά τις θέσεις εργασίας και τον ανταγωνισμό με την Κίνα. Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων, το Κογκρέσο προχώρησε στην ανάθεση αρμοδιοτήτων εξωτερικού εμπορίου σε μηχανισμούς, όπως η ανεξάρτητη Tariff Commission, ή κυβερνητικούς αξιωματούχους, με τους τελευταίους να διαθέτουν αρμοδιότητες ακόμη και υιοθέτησης νομοθετικών μέτρων.
Με την Reciprocal Trade Agreements Act (RTAA) του 1934, το Κογκρέσο έδωσε νέα εξουσία στον Πρόεδρο, σε σχέση με αμοιβαίες μειώσεις δασμών, και, παρ' ότι αυτή η νέα εξουσία ήταν χρονικά περιορισμένη, μέσα από επανειλημμένες ανανεώσεις συνεχίστηκε για πολλές δεκαετίες[62].
Η πολύ σημαντική, και ισχύουσα μέχρι σήμερα, Trade Act του 1974[63] εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο να διαπραγματεύεται αμοιβαίες μειώσεις δασμών, υπό τον όρο ότι δεν θα εφαρμοστούν μέχρις ότου το Κογκρέσο εγκρίνει το τελικό αποτέλεσμα[64]. Στις διαδοχικές ανανεώσεις της εξουσιοδότησης αυτής, το Κογκρέσο διατήρησε τον έλεγχο, προσθέτοντας μάλιστα ορισμένους περαιτέρω περιορισμούς, ταυτόχρονα όμως ενισχύθηκαν οι εξουσίες της Εκτελεστικής εξουσίας, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι διεθνείς εμπορικές διαπραγματεύσεις μετακινήθηκαν από τις μειώσεις των δασμών στην κατάργηση των μη-δασμολογικών εμποδίων, όπως οι άδειες εισαγωγής, οι υγειονομικοί κανονισμοί, οι κανονισμοί ασφαλείας κ. ά.[65].
Όσον αφορά την πολιτική πέραν των εμπορικών συμφωνιών, η Trade Act του 1974 έδωσε στον Πρόεδρο και γενικά στην Εκτελεστική εξουσία την αρμοδιότητα να επιβάλλουν μονομερώς εμπόδια σε περίπτωση που ετίθετο θέμα εθνικής ασφάλειας[66]. Με βάση αυτή την ρύθμιση, ο Πρόεδρος έχει την τελική αρμοδιότητα, μετά από σύσταση της αρμόδιας υπηρεσίας σχετικά με την ύπαρξη οποιασδήποτε ζημίας στις ΗΠΑ και στα συμφέροντά τους, να ανακαλέσει τους δασμούς ή άλλους περιορισμούς προκειμένου να διορθώσει ή να μετριάσει την απειλή. Έτσι, υιοθετήθηκε ένα σχήμα, βάσει του οποίου ο Πρόεδρος μπορεί να διαπραγματεύεται τη μείωση δασμών με άλλα κράτη (βλ. λ.χ. διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο των «Γύρων» της GATT), αλλά αυτή η εξουσιοδότηση απαιτεί την ανανέωσή της από το Κογκρέσο, ενώ όσον αφορά την εξουσιοδότηση για επιβολή ή αύξηση δασμών για λόγους εθνικής ασφαλείας αυτή δεν χρειάζεται ανανέωση, γιατί έχει ένα χαρακτήρα διαρκείας[67]. Είναι αυτή η «διχοτόμηση» των αρμοδιοτήτων μεταξύ νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας που έχει συντελέσει, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια, στη δημιουργία τριβών ανάμεσά τους, ιδιαίτερα δε σε σχέση με τους «δασμούς Τραμπ».
ΙII. Η εκχώρηση αρμοδιοτήτων σχετικά με τους δασμούς στον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Η συνταγματική διάσταση
Το πρόβλημα ανάμεσα στις δύο εξουσίες προκύπτει από το γεγονός ότι έχουν επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες στο ίδιο θέμα: ο μεν Πρόεδρος έχει την αρμοδιότητα να διαπραγματεύεται διεθνείς συνθήκες, περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούν το διεθνές εμπόριο, ενώ το Κογκρέσο διαθέτει εκ του Συντάγματος αρμοδιότητα για το διεθνές εμπόριο. Και ο μεν Πρόεδρος διατείνεται ότι οι πράξεις του είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες δυνάμει των εξουσιών του στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων της χώρας, ανεξάρτητα από το τί προβλέπεται στους επί μέρους νόμους, το δε Κογκρέσο υποστηρίζει ότι ο νόμος που ρυθμίζει το διεθνές εμπόριο αποκλείει τις πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας. Στην αντίθεση αυτή παραδοσιακά κερδισμένο ήταν το Κογκρέσο. Όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει με την «εισαγωγή» στην εξωτερική εμπορική πολιτική των ΗΠΑ της έννοιας της «οικονομικής ασφάλειας» και την επίκληση από την εξουσία αρμοδιότητας σε σχέση με τους δασμούς που συνδέονται με την ασφάλεια αυτή[68].
Το 2018, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέβαλε δασμούς ύψους 25% και αξίας 50 δισ. $ σε εισαγωγές κινεζικών προϊόντων ως απάντηση στις παραβιάσεις από τη χώρα αυτή όσον αφορά την πνευματική ιδιοκτησία, ενώ το 2019 επέβαλε πρόσθετους δασμούς ύψους 25% και αξίας 200 δισ. $, με στόχο να αναγκαστεί η Κίνα να αλλάξει την πρακτική της στο θέμα αυτό[69]. Τρεις αμερικανικές εταιρείες, ακολουθούμενες στη συνέχεια από χιλιάδες άλλες, υπέβαλαν προσφυγή στο Court of International Trade (CJT) των ΗΠΑ. Οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι ο U.S. Trade Representative υπερέβη την εξουσία που έχει από την Trade Act του 1974, και συγκεκριμένα ότι παραβίαζε την Administrative Procedure Act (ΑΡΑ). To Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επιβολή δασμών δεν παραβίαζε την Trade Act του 1974, παραβίαζε όμως τις διαδικαστικές εγγυήσεις της ΑΡΑ. Ταυτόχρονα, απέρριψε το δόγμα τον πολιτικού ζητήματος (political question), θεωρώντας ότι δεν εφαρμόζεται στο θέμα ερμηνείας και συμμόρφωσης με την ΑΡΑ.
Η κυβέρνηση πρόταξε το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο πρέπει να υιοθετήσει ένα υψηλό standard εξέτασης (standard of review), που δίδει ουσιώδη ευμένεια (deference) στις αποφάσεις του USTR, λόγω του ότι σχετίζονται με το θέμα των εξωτερικών σχέσεων της χώρας. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η γλώσσα του νόμου ήταν σαφής, και δεν χρειαζόταν η εφαρμογή παρόμοιας deference. Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης το κατά πόσο οι επιβληθέντες δασμοί εξαιρούνται από τις διαδικαστικές απαιτήσεις της ΑΡΑ στο πλαίσιο της εξαίρεσης των «εξωτερικών υποθέσεων» (foreign affairs), δεδομένου ότι η εξαίρεση αυτή εφαρμόζεται όταν υπάρχουν «οριστικές ανεπιθύμητες διεθνείς συνέπειες». Συμπέρανε δε ότι τέτοιες συνέπειες δεν υπάρχουν και επομένως οι διαδικαστικές απαιτήσεις της ΑΡΑ εφαρμόζονται. Τελικά το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, αν και ο USTR έχει αρμοδιότητα να επιβάλει δασμούς στα εισαγόμενα κινεζικά προϊόντα, ο USTR δεν εφάρμοσε τις διαδικαστικές απαιτήσεις της ΑΡΑ, και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω επανεξέταση από τον USTR, απορρίπτοντας όμως ταυτόχρονα το αίτημα των προσφευγόντων για διαγραφή των δασμών στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα.
Ο USTR προέβη σε παρόμοια επανεξέταση και πρότεινε τη λήψη εναλλακτικών μέτρων. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τις εξηγήσεις του USTR, ενώ οι προσφεύγοντες αμφισβήτησαν τις εξηγήσεις αυτές, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για post hoc δικαιολόγηση. Αλλά το Δικαστήριο απέρριψε αυτή την ένσταση, θεωρώντας ότι η post hoc δικαιολόγηση από τον USTR δεν απαγορεύεται και, κατά συνέπεια, οι δασμοί κατά της Κίνας ήταν νόμιμοι. Η νέα αυτή απόφαση του Δικαστηρίου έγινε αντικείμενο κριτικής από τη θεωρία, τόσον όσον αφορά το επιτρεπτό της post hoc αιτιολόγησης, όσο και ως προς το κατά πόσο η απάντηση του USTR ικανοποιεί τις απαιτήσεις της ΑΡΑ[70].
Μετά ταύτα, οι προσφεύγοντες προσέβαλαν την απόφαση του CIT στο Εφετείο (U.S. Court of Appeals for the Federal Circuit) (17.6.2023). Οι δύο πλευρές κατέθεσαν τα επιχειρήματά τους[71], η οριστική όμως απόφαση του Εφετείου δεν έχει ακόμα εκδοθεί. Στη θεωρία υποστηρίζεται ότι η εμπειρία από την εφαρμογή των δασμών στα κινεζικά προϊόντα έχει δείξει ότι οι δασμοί αυτοί είναι αντιπαραγωγικοί, στο βαθμό που θίγουν περισσότερο τις αμερικανικές εισαγωγές και τους καταναλωτές, παρά την κινέζικη πλευρά[72]. Η αντίληψη ότι η Section 301 της Trade Act του 1974 με τις ευρείες και αόριστες εξουσίες που δίδει στην Εκτελεστική εξουσία, δικαιολογείται γιατί προστατεύει το εθνικό συμφέρον, έχει υποστεί πλήγμα από την καταχρηστική της εφαρμογή από την κυβέρνηση του Τραμπ και απαιτείται να γίνει τροποποίησή της[73].
IV. Τα νομοθετικά κείμενα που διέπουν την επιβολή δασμών και η διοικητική και δικαιοδοτική πρακτική
Τέσσερα είναι τα βασικά νομοθετικά κείμενα που διέπουν την επιβολή δασμών από τις κυβερνήσεις Τραμπ και Μπάϊντεν: (1) η Section 232 του Trade Expansion Act του 1962, (2) η Section 201 του Trade Act του 1974, (3) η Section 301 του Trade Act του 1974, και (4) η International Emergency Economic Powers Act (ΙΕΕΡΑ) του 1979.
Στις γραμμές που ακολουθούν θα εξετάσουμε την επιβολή δασμών στη βάση των παραπάνω νομοθετικών κειμένων, καθώς και τη σχετική δικαιοδοτική πρακτική, παραθέτοντας τα εκατέρωθεν (ιδιωτών/Κυβέρνησης) επιχειρήματα[74].
1. Η Section 232 του Trade Expansion Act του 1962[75]
Ο νόμος αυτός εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να ρυθμίζει την εισαγωγή αγαθών, τα οποία εισέρχονται στη χώρα με τρόπο που απειλούν την εθνική ασφάλεια. Χρησιμοποιήθηκε από τον Τραμπ κατά την πρώτη θητεία του σε σχέση με την επιβολή δασμών 25% στις εισαγωγές χάλυβα και 10% στις εισαγωγές αλουμινίου από τις περισσότερες χώρες[76].
(α) Οι ρυθμίσεις διαδικαστικού χαρακτήρα και η νομολογία των δικαστηρίων
Η Section 232 ζητεί από τον Υπουργό Εμπορίου να προβεί σε κατάλληλες έρευνες, προκειμένου να προσδιορίσει τις συνέπειες στην εθνική ασφάλεια εισαγωγών ενός προϊόντος μετά από αίτηση ενός ενδιαφερόμενου μέρους ή μετά από αίτημα ενός Υπουργείου (Department/ υπηρεσίες των ΗΠΑ), αλλά και αν υπάρχει δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας του Υπουργού Εμπορίου[77]. Ο Υπουργός προσέρχεται σε διαβουλεύσεις με τον Υπουργό Άμυνας για μεθοδολογικά και πολιτικά (policy) θέματα, από τον οποίο μπορεί να ζητηθεί να δώσει μία βεβαίωση (assessment) σχετικά με τις απαιτήσεις ασφάλειας για το επίμαχο προϊόν, καθώς επίσης και να ζητήσει πληροφορίες από άλλες υπηρεσίες, και να πραγματοποιήσει δημόσιες ακροάσεις (public hearings), όπου να ακουστεί και η άποψη των ενδιαφερόμενων μερών. Πρέπει δε να υποβάλει, μέσα σε 270 ημέρες, σχετική έκθεση στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, συνοδευόμενη από διαπιστώσεις και συστάσεις. Ο Πρόεδρος, αφού διαπιστώσει ότι πράγματι το επίμαχο προϊόν εισάγεται στις ΗΠΑ σε τέτοιες ποσότητες και υπό τέτοιες περιστάσεις που να απειλεί την εθνική ασφάλεια, πρέπει μέσα σε 90 ημέρες από την έκθεση του Υπουργού Εμπορίου, να προσδιορίσει τη φύση και τη δράση που, κατά την αντίληψή του, πρέπει να ανακληθεί, προκειμένου να προσαρμόσει την εισαγωγή του προϊόντος έτσι ώστε να μην απειλείται η εθνική ασφάλεια. Ο Πρόεδρος πρέπει επίσης μέσα σε 30 ημέρες από τον παραπάνω προσδιορισμό, να δώσει στο Κογκρέσο μία γραπτή δήλωση (statement) σχετικά με τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να αναλάβει δράση. Η εφαρμογή της δράσης πρέπει να γίνει εντός 15 ημερών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Πρόεδρος δεν είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τις συστάσεις του Υπουργού Εμπορίου, ενώ μπορεί να υιοθετήσει εναλλακτικές δράσεις ή και καμία δράση. Χαρακτηριστική είναι επίσης η ρύθμιση της Section 232 ότι δεν υπάρχει όριο σε σχέση με το ύψος των δασμών ή τη διάρκειά του. Ενώ η επιβολή, κατά τα παραπάνω, δασμών από τον Πρόεδρο είναι οριστική, ως προς την εισαγωγή ορισμένων προϊόντων (πετρέλαιο ή προϊόντα πετρελαίου), το Κογκρέσο μπορεί να ανατρέψει τους προεδρικούς δασμούς με ειδικό κοινό ψήφισμα αποδοκιμασίας (specific joint resolution of disapproval), το οποίο όμως υπόκειται στο βέτο του Προέδρου.
Σε περίπτωση που υπάρχει θετική σύσταση του Υπουργού Εμπορίου σχετικά με την ύπαρξη απειλής κατά της εθνικής ασφάλειας, ο Πρόεδρος μπορεί να διαπραγματευτεί τη σύναψη συμφωνιών με τρίτες χώρες, προκειμένου να προσαρμόσει τις εισαγωγές του επίμαχου προϊόντος. Αν μέσα σε 180 ημέρες δεν υπάρξει παρόμοια συμφωνία, ή, αν υπάρξει, αλλά δεν εκτελεστεί (από το άλλο μέρος) ή καταστεί αναποτελεσματική ως προς την εξουδετέρωση της απειλής κατά της εθνικής ασφάλειας, ο Πρόεδρος έχει τη δυνατότητα να αναλάβει οποιαδήποτε δράση κρίνει απαραίτητη για την προσαρμογή των εισαγωγών του εν λόγω προϊόντος. Έχει θεωρηθεί ότι η παραπάνω ρύθμιση δίδει κάποια νομική στήριξη στην επιβολή από τον Πρόεδρο Τραμπ γενικών δασμών ύψους 25% στον χάλυβα και το αλουμίνιο, τον Φεβρουάριο του 2025[78].
Η εφαρμογή της Section 232 έδωσε αφορμή για μία σειρά από νομικές αμφισβητήσεις ενώπιον των αμερικανικών δικαστηρίων, που αφορούν είτε διαδικαστικές όψεις του νόμου, είτε την ίδια τη συνταγματικότητα του νόμου. Ως προς τις διαδικαστικές όψεις, ο προσφεύγων στην υπόθεση Transatlasitic Steal LLC v. United States[79], υποστήριξε ότι η απόφαση του Τραμπ να διπλασιάσει τους δασμούς στον εισαγόμενο από την Τουρκία χάλυβα 5 μήνες μετά την αρχική επιβολή δασμών ύψους 25% συνιστούσε παραβίαση των προθεσμιών της Section 232. Το Δικαστήριο όμως θεώρησε, αντίθετα, ότι οι χρονικοί περιορισμοί που θέτει η Section 232 στον Πρόεδρο δεν τον εμποδίζουν να υιοθετεί μία «συνεχή διαδρομή ενεργειών» (a continuous course of action), και αυτό συνεπάγεται ότι μπορεί να προβεί σε περαιτέρω αυξήσεις δασμών σε σχέση με μία συγκεκριμένη χώρα και μετά τη λήξη των όποιων χρονικών ορίων. Αλλά και σε πιο πρόσφατες αποφάσεις του[80], το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, παρά το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Τραμπ τροποποίησε τους δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο, τον Φεβρουάριο του 2025, επτά χρόνια μετά την έρευνα του Υπουργού Δικαιοσύνης, θεώρησε ότι η Section 232 δεν θέτει χρονικά όρια για μελλοντικές προσαρμογές, και ότι απλώς θα πρέπει οι τροποποιήσεις να γίνονται σε επιδίωξη του ίδιου στόχου με την αρχική απόφαση και να στηρίζονται σε σύγχρονη πληροφόρηση από τον Υπουργό[81].
Στην ίδια αυτή υπόθεση, την Prime Source Building Products -όπου ο Πρόεδρος προέβη σε τροποποίηση των δασμών για τον χάλυβα, προκειμένου να συμπεριλάβει και ορισμένα παράγωγα προϊόντα-[82], το Δικαστήριο είπε ότι ο Πρόεδρος μπορεί να προχωρήσει σε αυτή την τροποποίηση και να επιβάλει δασμούς, ανεξάρτητα από το αν ο Υπουργός Εμπορίου είχε πραγματοποιήσει ή όχι έρευνα σε σχέση με τα εν λόγω προϊόντα[83].
(β) H εκχώρηση αρμοδιοτήτων στον Πρόεδρο και το ζήτημα της αντισυνταγματικότητάς της
Η πρώτη μείζονος σημασίας υπόθεση που απασχόλησε τα αμερικανικά δικαστήρια σχετικά με τους δασμούς του Τραμπ, ήταν η American Institute for International Steel v. United States, ενώπιον του Federal Circuit[84]. Τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης είναι γνωστά: η κυβέρνηση Τραμπ επέβαλε δασμούς ύψους 25% και 10% στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσής τους[85]. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι ο νόμος στον οποίο στηρίχθηκε ο Τραμπ για την επιβολή αυτών των δασμών, και συγκεκριμένα η Section 232 του Trade Expansion Act του 1962, βασιζόταν σε μία αντισυνταγματικά ευρεία εκχώρηση αρμοδιοτήτων στον Πρόεδρο των ΗΠΑ για επιβολή δασμών. Συγκεκριμένα, ο νόμος αυτός επιτρέπει στον Πρόεδρο, μεταξύ άλλων, να επιβάλει δασμούς σε αγαθά εισαγόμενα σε τέτοιες ποσότητες και κάτω από τέτοιες περιστάσεις, που απειλούν την εθνική ασφάλεια[86]. Η αντισυνταγματικότητα συνίσταται, κατά τους προσφεύγοντες, στο ότι δεν υπάρχει στο νόμο αυτό περιορισμός ως προς το ποια είδη ή ποιες ποσοστώσεις μπορεί ο Πρόεδρος να επιβάλει.
Για την αμερικανική κυβέρνηση, η Section 232 περιλαμβάνει ένα standard συνταγματικής εκχώρησης αρμοδιοτήτων, και το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η Section 302 δεν παραβιάζει το δόγμα της «μη-εκχώρησης» (noti - dele Gation). Ακόμα πιο σημαντικό είναι το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι: «Οι συνυπάρχουσες συνταγματικές ευθύνες του Προέδρου όσον αφορά τις εξωτερικές σχέσεις και την εθνική ασφάλεια οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Κογκρέσο δεν εξέδωσε έναν αντισυνταγματικό νόμο δίδοντας στον Πρόεδρο (άρθρο 1) ανεξάρτητες εξουσίες»[87].
Στη θέση αυτή της Κυβέρνησης ασκήθηκε κριτική από τη θεωρία, γιατί το επιχείρημα που προβάλλει μπορεί να ισχύσει σε σχέση με ζητήματα λ.χ. που αφορούν πολεμικές συρράξεις, και όπου το Σύνταγμα μοιράζει τις αρμοδιότητες ανάμεσα στον Πρόεδρο και το Κογκρέσο[88]. Στην περίπτωση όμως της επιβολής δασμών, το Σύνταγμα ρητώς αναθέτει αρμοδιότητες στο Κογκρέσο και μόνο[89]. Κατά συνέπεια, οι όποιες αρμοδιότητες διαθέτει ο Πρόεδρος βασίζονται αποκλειστικά στην εκχώρησή τους από το Κογκρέσο[90].
Και σε ορισμένες άλλες πρόσφατες περιπτώσεις, που δεν αφορούν την επιβολή φόρων, αλλά ζητήματα διεθνών εμπορικών σχέσεων, η αμερικανική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι έχει αρμοδιότητα χωρίς τον έλεγχο του Κογκρέσου. Στις υποθέσεις, λ.χ. Tik Tok v. Trump[91] και In Re Section 301[92], η κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι πράξεις των υπηρεσιών της που λαμβάνονται δυνάμει εκχώρησης αρμοδιότητας σε σχέση με το διεθνές εμπόριο δεν υπόκεινται στη συνήθη ανάλυση στο πλαίσιο της ΑΡΑ[93]. Είναι γεγονός ότι η ΑΡΑ περιλαμβάνει μία εξαίρεση για τα στρατιωτικά θέματα και τις εξωτερικές σχέσεις. Η αμερικανική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι θα πρέπει τα ζητήματα εξωτερικού εμπορίου να εξομοιωθούν με τα στρατιωτικά και άλλα ζητήματα, δεδομένου ότι τα προϊόντα ναι μεν προέρχονται από τρίτες χώρες, αλλά οι δασμοί είναι πράξεις που τελούνται στις ΗΠΑ[94]. Επίσης, η εκτελεστική εξουσία των ΗΠΑ διαπραγματεύθηκε τις τελευταίες δεκαετίες ορισμένες «trade executive agreements». Αυτό έγινε χωρίς να υπάρχει εξουσιοδότηση από κάποιο νόμο, αλλά οφειλόταν σε λόγους ανάγκης. Για να δικαιολογήσει, στο νομικό επίπεδο, τη νομιμότητα της σύναψης αυτών των συμφωνιών, ο USTR τη στήριξε στην αναλογία των συμφωνιών αυτών με τις διεθνείς σχέσεις της χώρας, όπου ο Πρόεδρος μπορεί να συνάψει συμφωνίες χωρίς τη συναίνεση του Κογκρέσου, όπως λ.χ. σε ορισμένα στρατιωτικά θέματα (executive agreements)[95].
Το Κογκρέσο αντέδρασε πρόσφατα στα θέματα αυτά σε σχέση με τη σύναψη από τις ΗΠΑ ορισμένων εμπορικών συμφωνιών με την Ταϊβάν[96]. Το Κογκρέσο κύρωσε τις συμφωνίες αυτές με νόμο, ταυτόχρονα όμως επέβαλε μία σειρά από περιορισμούς σε σχέση με μελλοντικές διαπραγματεύσεις με την Ταϊβάν[97]. Έτσι, με τον τρόπο αυτό περιόρισε σημαντικά τις αρμοδιότητες του Προέδρου Μπάϊντεν, ο οποίος, με τη σειρά του, επεσήμανε ότι οι περιορισμοί αυτοί θέτουν συνταγματικά προβλήματα και θα αγνοηθούν στο βαθμό που θίγουν ανεπίτρεπτα τη συνταγματική αρμοδιότητα του Προέδρου ως προς τις διαπραγματεύσεις με ξένες χώρες[98].
2. Η Section 201 του Trade Act του 1974[99]
Η Section 201 στοχεύει στην προστασία της εγχώριας παραγωγής από τον ξένο ανταγωνισμό. Οι δασμοί που επιβάλλονται δυνάμει αυτού του νόμου αποτελούν ουσιαστικά «ασφαλιστικές ρήτρες» (escape clauses)[100]. Η ενεργοποίηση της Section 201 πραγματοποιείται κατ’ αρχήν ύστερα από αίτημα της θιγόμενης βιομηχανίας προς τον Πρόεδρο των ΗΠΑ και τον U.S. Trade Representative, αλλά μπορεί να ξεκινήσει με απόφαση (resolution) είτε του House Ways and Means Committee, είτε της Senate Finance Committee. Αλλά και η ίδια η ITC μπορεί να προβεί σε σχετική έρευνα. Η ITC εξετάζει τί μέτρα έχει λάβει ή πρόκειται να λάβει η ενδιαφερόμενη βιομηχανία και υποβάλλει, μέσα σε προθεσμία 180 ημερών από την έναρξη της έρευνας, έκθεση στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, στην οποία καταχωρεί τις διαπιστώσεις της και διατυπώνει συστάσεις.
Η ITC πρέπει να λάβει υπόψη της όλους τους οικονομικούς παράγοντες που σχετίζονται με το θέμα: τάσεις στο πεδίο των πωλήσεων, μερίδιο της αγοράς, παραγωγή, κέρδη, μισθούς, παραγωγικότητα και απασχόληση, μη-ικανότητα των εταίρων της βιομηχανίας να αντλήσουν κεφάλαιο ή να προβούν σε δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης. Για να διαπιστώσει ότι οι αυξημένες εισαγωγές ενός προϊόντος αποτελούν ουσιώδη αιτία της ζημίας ή απειλής ζημίας, η ITC πρέπει να εξετάσει αν υπάρχει αίτηση των εισαγωγέων, με παράλληλη μείωση του ύψους συμμετοχής της εγχώριας βιομηχανίας στην εγχώρια αγορά. Οι συστάσεις που κάνει η ITC μπορεί να περιλαμβάνουν μία σειρά από μέτρα, όπως, μεταξύ άλλων, επιβολή αυξημένων δασμών, αλλά και διεξαγωγή διεθνών διαπραγματεύσεων. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ είναι υποχρεωμένος μέσα σε 60 ημέρες από την παραλαβή της έκθεσης να λάβει όλα τα απαραίτητα και κατορθωτά (feasible) μέτρα για την προσαρμογή της βιομηχανίας, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τις συστάσεις της ITC. Όταν λάβει τα σχετικά μέτρα, πρέπει να υποβάλει σχετική έκθεση στο Κογκρέσο.
Η Section 201 περιλαμβάνει μία σειρά από περιορισμούς σχετικά με το μέγεθος και τη διάρκεια των μέτρων, όπως λ.χ. ότι η αύξηση των δασμών δεν πρέπει να υπερβαίνει το 50% ad valorem των ισχυόντων δασμών, ή ότι δεν μπορεί να διαρκέσουν πάνω από τέσσερα χρόνια, εκτός αν η ITC ανακαλύψει μεταγενέστερα νέα στοιχεία, οπότε ο Πρόεδρος μπορεί να παρατείνει την ισχύ των μέτρων για ακόμη τέσσερα χρόνια.
Η Section 201 χρησιμοποιήθηκε από την αμερικανική Κυβέρνηση σε σχέση με την επιβολή δασμών σε μανιτάρια, σε ηλιακές κυψέλες (solar cells), καθώς και σε μηχανές πλυντηρίων[101]. Συγκεκριμένα στην υπόθεση Maple Leaf Fish Co. v. United States (1985)[102] το Federal Circuit των ΗΠΑ διατύπωσε το αποκαλούμενο «deferential standard» σε σχέση με τις προεδρικές εξουσίες σε θέματα εξωτερικών σχέσεων της χώρας[103]. Συγκεκριμένα, εξετάζοντας προσφυγή κατά των ΗΠΑ για επιβολή δασμών σε εισαγωγές μανιταριών, στο πλαίσιο της Section 201 της Trade Act του 1974, με το αιτιολογικό ότι ο Πρόεδρος των ΗΠΑ υπερέβη την εκ του νόμου δικαιοδοσία του στο θέμα της επιβολής δασμών, το Εφετειακό δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα ότι η έκθεση της U.S. International Trade Commission (ITC) δεν έδιδε επαρκή δικαιολόγηση της επιβολής δασμών στο προϊόν αυτό. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν έχει αρμοδιότητα επί του θέματος, εξηγώντας ότι: «Σε διεθνείς εμπορικές αντιθέσεις αυτού του είδους υψηλής διακριτικής ευχέρειας —που εμπλέκει τον Πρόεδρο και τις εξωτερικές σχέσεις- το Δικαστήριο, όπως και προηγούμενα δικαστήρια, έχουν επανειλημμένως διατυπώσει τον πολύ περιορισμένο ρόλο που έχουν τα δικαστήρια». Μόνος τρόπος για να επέμβουν τα δικαστήρια είναι να υπάρχει μία σαφής παρανόηση του νόμου, ή μία σημαντική διαδικαστική παραβίαση ή πράξη της εκτελεστικής εξουσίας πέραν της αρμοδιότητας που της εκχωρήθηκε[104]. Την ίδια θέση επανέλαβε και στην υπόθεση Corns Group PLC v. US. International Trade Commission, του 2003[105].
Πιο πρόσφατα, το Federal Circuit επαναβεβαίωσε τη θέση που πήρε στιγν υπόθεση Maple Leaf Fish Co. v. United States. Πράγματι, στην υπόθεση Silfab Solar, Inc. v. United States[106], το Δικαστήριο θεώρησε ότι η επιβολή δασμών στη βάση της Section 201, σε ορισμένα ηλιακά προϊόντα, ήταν νόμιμη και απέρριψε τον ισχυρισμό των προσφευγόντων, ότι για να έχει δικαίωμα ο Πρόεδρος των ΗΠΑ να επιβάλλει τους δασμούς θα έπρεπε πρώτα να υπάρχει σύσταση της ITC σχετικά με την άσκηση ένδικων μέσων (remedies). Σε μία άλλη, ακόμα πιο πρόσφατη (2023) απόφασή του, στην υπόθεση Solar Energy Indus. Assoc. v. United States[107], το Federal Circuit επιβεβαίωσε τη νομιμότητα της επιβολής από τον Πρόεδρο Μπάϊντεν δυνάμει της Section 201, αυξημένων δασμών σε δίπλευρα ηλιακά πάνελ (bifacial solar panels), θεωρώντας ότι η εξουσιοδότηση του Προέδρου να τροποποιεί τους υπάρχοντες, στο πλαίσιο της Section 201, δασμούς περιλαμβάνει τόσο περιορισμούς του εμπορίου όσο και την απελευθέρωσή του. Οι προσφεύγοντες ζήτησαν από το Δικαστήριο να επανεξετάσει την απόφασή του σε πλήρη σύνθεση (en banc) στο φως της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ στην υπόθεση Lopez Bright Enterprises v. Raimondo[108]. Στην υπόθεση αυτή, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε προηγούμενη απόφασή του, του 1984, στην υπόθεση Chevron U.S.A. Inc. v. National Resource Defense Council Inc[109], η οποία έδιδε ένα βαθμό δυνατότητας στις υπηρεσίες της Εκτελεστικής εξουσίας να ερμηνεύουν διφορούμενους όρους των νόμων που εφαρμόζουν[110]. Σε μεταγενέστερη υπόθεση, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι το Federal Circuit θα πρέπει να αναθεωρήσει την απόφασή του, η οποία στηρίχθηκε στη νομολογία του στην υπόθεση Maple Leaf, η οποία υιοθέτησε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό την ευμενή (deferent) στάση προς την Εκτελεστική εξουσία από ό,τι η απόφαση Chevron. To Federal Circuit απέρριψε το αίτημα των προσφευγόντων για επανεξέταση από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου, όμως οι δικαστές που συγκροτούσαν το Δικαστήριο υπό την αρχική του σύνθεση, εξέδωσαν μία συμπληρωματική γνώμη με την οποία εξηγούσαν ότι το αποτέλεσμα της υπόθεσης δεν θα άλλαζε στην περίπτωση που το Δικαστήριο θα ερμήνευε τη Section 201 χωρίς ευμένεια[111].
Η απόφαση Lopez Bright έχει δημιουργήσει σύγχυση σχετικά με το κατά πόσο τα Δικαστήρια σε μελλοντικές αποφάσεις τους θα διατηρήσουν σε ισχύ ή όχι την ευνοϊκή για την Εκτελεστική εξουσία απόφαση Maple Leaf [112], με μέρος της θεωρίας να υποστηρίζει ότι η εφαρμογή ενός αυστηρότερου standard θα έχει συνέπειες για τη νομιμότητα της Section 201 επιβολής δασμών από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ[113].
3. Η Section 301 του Trade Act του 1974[114]
Ο νόμος αυτός επιτρέπει στον United States Trade Representative[115] να επιβάλει δασμούς ως απάντηση σε ενέργειες ξένων κρατών που παραβιάζουν τα δικαιώματα των ΗΠΑ, τα οποία έχουν από διεθνείς εμπορικές συμφωνίες, ή επιβαρύνουν ή περιορίζουν το εμπόριο των ΗΠΑ με μεθόδους αδικαιολόγητες, μη-λογικές και που κάνουν διακρίσεις. Τα μέτρα που λαμβάνονται στο πλαίσιο της Section 301 είναι είτε υποχρεωτικά (mandatory), που αποσκοπούν να απαντήσουν σε παραβιάσεις εμπορικών συμφωνιών, είτε βασίζονται σε διακριτική ευχέρεια και στοχεύουν στην αντιμετώπιση των ενεργειών ξένων κρατών που είναι μη-λογικές ή κάνουν διάκριση σε βάρος του εμπορίου των ΗΠΑ[116].
Ο USTR επέβαλε πρόσφατα δασμούς σε πολλές εισαγωγές προϊόντων από την Κίνα, εξαιτίας ενεργειών της Κίνας σε σχέση με τις αναγκαστικές (forced) μεταφορές τεχνολογίας, την πνευματική ιδιοκτησία και την καινοτομία[117], ενώ πολύ πιο πρόσφατα (Ιανουάριος 2025), έκρινε ότι οι πρακτικές της Κίνας όσον αφορά τη βιομηχανία ναυπήγησης δικαιολογούν την λήψη μέτρων δυνάμει της Section[118]. Η Section 301 δεν θέτει μέγιστο όριο για τους δασμούς που επιβάλλει ο USTR, ο οποίος μπορεί να τροποποιήσει τους δασμούς, υπό τον έλεγχο του Προέδρου των ΗΠΑ, όπως συνέβη το 2024, με την επιβολή στην Κίνα υψηλότερων δασμών (100%) στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα[119].
Η εφαρμογή της Section 301 στο πεδίο των δασμών σε σχέση με κάθε συγκεκριμένη περίπτωση λήγει αυτομάτως με την πάροδο τεσσάρων ετών, εκτός και αν μία εγχώρια βιομηχανία ζητήσει από τον USTR να παρατείνει την εφαρμογή. Αυτό το τελευταίο συνέβη το 2022, όταν ο USTR παρέτεινε την εφαρμογή των δασμών απέναντι στην Κίνα που επιβλήθηκαν το 2018[120].
Στις υποθέσεις που ήχθησαν στα δικαστήρια με βάση τη Section 301[121], ο USTR ισχυρίστηκε ότι η επιβολή δασμών σε πρόσθετα, σε σχέση με τα αρχικά, προϊόντα ήταν νόμιμη δυνάμει της εξουσίας που διαθέτει για τροποποίηση των δασμών, η δε κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι ενέργειες του USTR δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο[122]. To Court of international Trade απέρριψε τη θέση αυτή της κυβέρνησης, θεώρησε όμως ότι ο USTR νομίμως επιβάλλει δασμούς σε πρόσθετα προϊόντα[123].
4. Η International Emergency Economic Powers Act (ΙΕΕΡΑ) του 1979[124]
Ο νόμος αυτός, αν και δεν αναφέρεται ρητώς στην επιβολή δασμών, δίδει στον Πρόεδρο των ΗΠΑ εκτεταμένες οικονομικές αρμοδιότητες σε σχέση με μία εθνική έκτακτη ανάγκη (national emergency), που κηρύσσεται στο πλαίσιο της National Emergency Act (ΝΕΑ)[125]. Η ΙΕΕΡΑ δίδει τη δυνατότητα στον Πρόεδρο να ασχοληθεί με μία ασυνήθη και εξαιρετική (unusual and extraordinary) απειλή, που προέρχεται ολικώς ή σε σημαντικό βαθμό από ξένη χώρα, απειλή κατά της εθνικής ασφάλειας, της εξωτερικής πολιτικής ή της οικονομίας των ΗΠΑ, εφόσον ο Πρόεδρος κηρύσσει μία εθνική έκτακτη ανάγκη (emergency) σε σχέση με αυτές τις απειλές[126]. Στις παραπάνω περιπτώσεις, του 2025, η national emergency, που κήρυξε ο Τραμπ είχαν σχέση με παράνομη μετανάστευση (Mexico) ή παράνομα φάρμακα[127].
Η ΙΕΕΡΑ επιτρέπει εκτεταμένη προεδρική δράση σε σχέση με τη ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου, χωρίς περαιτέρω έγκριση από το Κογκρέσο. Ο νόμος αυτός ευνοεί την εκτελεστική εξουσία σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι η Section 232 του Trade Expansion Act του 1962 ή οι Sections 201 και 301 του Trade Act 1974, και αυτό συμβαίνει για τους εξής δύο λόγους: πρώτο, εγκαθιδρύει ένα χαμηλότερο κατώφλι για την παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας, αφού δεν απαιτείται να υπάρχουν διαπιστώσεις (findings) από τις αρμόδιες υπηρεσίες- και δεύτερο, επιτρέπει στον Πρόεδρο να μην επιβάλει μόνο δασμούς, αλλά και να λαμβάνει και άλλα μέτρα[128].
Στις υποθέσεις In re Section 301 Cases[129]ενώπιον του Court of International Trade, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η δράση των υπηρεσιών που αναλαμβάνεται στη βάση της εκχώρησης αρμοδιότητας στο διεθνές εμπόριο δεν υπόκειται στη συνήθη εφαρμογή της Administrative Procedures Act (ΑΡΑ), και, κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβεί στην εκδίκαση της υπόθεσης. Το Δικαστήριο απέρριψε τα κυβερνητικά επιχειρήματα, τόσο από τη σκοπιά της προεδρικής δράσης, όσο και από το κατά πόσο οι δασμοί εμπίπτουν στην εξαίρεση της εξωτερικής πολιτικής (foreign affairs exception), που καθιέρωσε η ΑΡΑ. Είναι γεγονός ότι η ΑΡΑ περιλαμβάνει παρόμοια εξαίρεση για στρατιωτικά θέματα και θέματα εξωτερικών σχέσεων, όμως το εσωτερικό εμπόριο, παρά την ονομασία του, αφορά συχνά ρυθμίσεις για εμπορικά πρόσωπα, υπηρεσίες ή πράξεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, που απλώς συμβαίνει να προέρχονται από ξένες χώρες. Και αυτό γιατί οι δασμοί αποτελούν κατ’ ουσίαν φόρους στις εισαγωγές, που πληρώνονται από τους Αμερικανούς καταναλωτές[130].
Μέρος δεύτερο: η επιβολή των αμερικανικών δασμών και οι κανόνες του διεθνούς δικαίου
Αν και το ζήτημα αυτό εμπίπτει πρωταρχικά στους κανόνες που διέπουν το διεθνές εμπόριο, και συγκεκριμένα τις ρυθμίσεις της GATT/ ΠΟΕ, κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί και υπό άλλους κανόνες του διεθνούς δικαίου, όπως αυτόν της αμοιβαιότητας (reciprocity).
I. Αποτελεί η αρχή της αμοιβαιότητας πρόσφορο μέσο για τη νομιμοποίηση της επιβολής των δασμών;
Αναφέρθηκε ήδη ότι οι ΗΠΑ ζητούσαν ανέκαθεν να υπάρχει αμοιβαιότητα στις εμπορικές τους σχέσεις, προκειμένου να υπάρχει «δίκαιο εμπόριο», αλλά μόνο επί κυβερνήσεως του Τραμπ (πρώτη προεδρία) απαίτησαν να υπάρχει πλήρης αμοιβαιότητα, δηλαδή ισορροπία ως προς το ύψος των δασμών, είτε γενικότερα, είτε για συγκεκριμένα προϊόντα, ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Έτσι, επέβαλαν δασμούς ύψους 25% στα εισαγόμενα προϊόντα αλουμινίου και χάλυβα, καθώς και στα εισαγόμενα αυτοκίνητα, ενώ μέχρι τότε οι δασμοί λ.χ. ως προς τα αυτοκίνητα ανέρχονταν σε μόλις 2,5%, με τους δασμούς της Κίνας στα αμερικανικά αυτοκίνητα να φτάνουν στο 25%[131]. Αποτελεί αυτή η διαφορά στο ύψος των δασμών επαρκή λόγο για τη θέση σε εφαρμογή της αρχής της αμοιβαιότητας; Και ως εκ τούτου, για τη νομιμοποίηση της επιβολής των δασμών;
Θα πρέπει, κατ’ αρχάς, να αναφερθεί ότι η αρχή της αμοιβαιότητας περιλαμβάνεται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου, είτε υπό τη μορφή κανόνα του διεθνούς εθιμικού δικαίου[132], είτε ως γενική αρχή του δικαίου, ενώ, παράλληλα, προβλέπεται και στο επίπεδο του διεθνούς συμβατικού δικαίου[133], κυρίως στις διμερείς συνθήκες[134], αλλά και σε πολυμερείς[135], όπως αυτή της Σύμβασης της Βιέννης για τις διπλωματικές σχέσεις (1961)[136]. Έτσι, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να θεμελιώνεται για τις ΗΠΑ ένα δικαίωμα επιβολής (ή αύξησης) των δασμών στη βάση της αρχής της αμοιβαιότητας. Μια προσεκτικότερη όμως εξέταση του θέματος δείχνει μία διαφορετική εικόνα.
Πράγματι, και εν όψει της απουσίας διμερών συμβάσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα (ή άλλες χώρες), οι οποίες να κατοχυρώνουν την αρχή της αμοιβαιότητας, το μόνο νομικό πλαίσιο που συνδέει τις δύο πλευρές είναι οι κανόνες της GATT/ΠΟΕ, στην οποία αμφότερες είναι μέλη. Παρ% ότι οι κανόνες της GATT/ΠΟΕ (1947) δεν προβλέπουν ρητώς την αρχή της αμοιβαιότητας, η αρχή αυτή υιοθετήθηκε από τη Σύνοδο Υπουργών της GATT/ΠΟΕ, ενόψει των διαπραγματεύσεων του Γύρου του Τόκυο (1968). Με την απόφαση αυτή υιοθετήθηκε μία συνολική αμοιβαιότητα και ένα καλά ζυγισμένο πακέτο διαπραγματεύσεων, που σήμαινε ότι οι συμφωνίες που θα προέκυπταν από τον Γύρο του Τόκυο θα έπρεπε να ευνοούν εξίσου τα συμφέροντα όλων των συμμετεχόντων κρατών, στο βαθμό που η συνολική διευθέτηση θα ήταν ικανοποιητική για το σύνολο των συμμετεχόντων[137]. Αυτό σημαίνει δηλαδή ότι δεν χρειάζεται να υπάρχει αμοιβαιότητα σε σχέση με κάθε εμπόρευμα ξεχωριστά. Μπορεί σε ένα προϊόν λ.χ. χάλυβα, το ένα κράτος να επιβάλλει δασμούς ύψους 10%, ενώ ένα άλλο κράτος να επιβάλλει δασμούς ύψους 30%. Ταυτόχρονα, όμως, το κράτος Α' θα επιβάλλει σε ένα άλλο προϊόν λ.χ. αυτοκίνητα, δασμούς ύψους 30%, ενώ το κράτος Β' δασμούς ύψους 10%. Με τον τρόπο αυτό επέρχεται μία εξισορρόπηση συμφερόντων και έτσι πληρούται η αρχή της αμοιβαιότητας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αμοιβαιότητα στο πλαίσιο του ΠΟΕ είναι «διάχυτη» και δεν περιορίζεται σε σχέση με ένα συγκεκριμένο, κάθε φορά, προϊόν[138].
Οι ΗΠΑ, στον παραπάνω «Γύρο του Τόκυο», αλλά και σε κάθε άλλο Γύρο, με τελευταίο τον Γύρο της Ουρουγουάης (1981-1994), προέβησαν σε μία σειρά παραχωρήσεις σε επί μέρους προϊόντα, επιβάλλοντας χαμηλούς δασμούς, και παίρνοντας, ως αμοιβαιότητα, χαμηλούς δασμούς σε άλλα προϊόντα από τους υπόλοιπους συμμετέχοντες. Υπήρξε, και υπάρχει, επομένως, μία εξισορρόπηση συμφερόντων για τις ΗΠΑ σε διάφορους τομείς των διεθνών εμπορικών σχέσεων. Κατά συνέπεια, οι ΗΠΑ δεν δικαιούνται να επικαλεστούν την αρχή της αμοιβαιότητας για να αλλάξουν το ύψος των δασμών στο ένα ή στο άλλο προϊόν, αφού αποδέχθηκαν, με την υπογραφή τους, μία συνολική συμφωνία που πληροί την αρχή αυτή[139].
Ένα παράδειγμα που αντανακλά την παραπάνω περιγραφείσα κατάσταση είναι αυτό των δασμών που επέβαλε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τραμπ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συγκεκριμένα, ο Τραμπ απείλησε, πριν ακόμα αναλάβει τα καθήκοντά του κατά την δεύτερη προεδρία του, ότι θα επιβάλλει δασμούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εκτός αν η τελευταία μείωνε το πλεόνασμα που είχε στο εμπόριό της με τις ΗΠΑ. Και αυτό θα έπρεπε, κατά τον Τραμπ, να γίνει με αύξηση των ευρωπαϊκών εισαγωγών από τις ΗΠΑ στα αυτοκίνητα, γεωργικά προϊόντα, πετρέλαιο και φυσικό αέριο[140]. Η Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρατήρησε, και δικαίως, ότι αν πράγματι οι ΗΠΑ είχαν ένα έλλειμμα στο ισοζύγιό τους με την Ε.Ε., όσον αφορά τα εμπορεύματα (goods), αυτό το έλλειμμα «ισοφαριζόταν» με το πλεόνασμα που είχαν στον τομέα των υπηρεσιών (services)[141]. Και όταν οι ΗΠΑ υπέγραψαν και επικύρωσαν τις συμφωνίες του Μαρακές (1994), που καθορίζουν τους σημερινούς όρους και κανόνες των εμπορικών συναλλαγών στο πλαίσιο του ΠΟΕ, δέχθηκαν ως ένα ενιαίο σύνολο τις επί μέρους συμφωνίες στον τομέα των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών.
II. Οι ρυθμίσεις της GATT/ΠΟΕ σχετικά με την εθνική ασφάλεια
Έχει παρατηρηθεί ότι η Γενική Συμφωνία για τους Δασμούς και το Εμπόριο (GATT) χαρακτηρίζεται από μία μεγάλη ευλυγισία των κανόνων της, ιδίως όσον αφορά τις εξαιρέσεις από τους γενικούς κανόνες, μέτρων που μπορούν να υιοθετηθούν σε περίπτωση εξαιρετικών δυσκολιών[142]. Αυτές οι εξαιρέσεις συνήθως αφορούν «τεχνικά» θέματα σχετικά με τις εισαγωγές και εξαγωγές αγαθών. Υπάρχουν όμως και ορισμένες εξαιρέσεις ευρύτερου χαρακτήρα, που αποσκοπούν στην προστασία της κυριαρχίας των κρατών σε σημαντικά θέματα. Μία από τις δεσμευτικές αυτές διατάξεις είναι το άρθρο XX της GATT, που επιφυλάσσει ορισμένα βασικά θέματα στην εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών, όπως η υγεία, τα δημόσια ήθη, η προστασία της ζωής των ανθρώπων, φυτών και ζώων, η προστασία των πολιτιστικών αγαθών κ.ά.[143]
Ιδιαίτερης όμως σημασίας για το θέμα της παρούσας μελέτης είναι το άρθρο XXI της GATT, το οποίο προβλέπει ότι:
«Ουδεμία διάταξις της παρούσης Συμφωνίας δύναται να ερμηνευθή: α) ως απαιτούσα την παρά τινός συμβαλλομένου μέρους παροχών πληροφοριών, ών η αποκάλυψις θεωρείται υπ’ αυτού ως αντιτιθεμένη προς ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας τους, ή
β) ως απαγορεύουσα την παρά τίνος συμβαλλομένου μέρους λήψιν οιωνδήποτε μέτρων, άτινα κρίνει αναγκαία προς προστασίαν ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας του,
i) σχετικών με εκρηκτικάς ύλας ή τας πρώτας ύλας εξ ών αύται παρασκευάζονται,
ii) σχετικών με το εμπόριον όπλων, πολεμοφοδίων και υλικού πολέμου και με παν εμπόριον άλλων ειδών και υλών προοριζομένων αμέσως ή εμμέσως διά την εξασφάλισιν του εφοδιασμού των ενόπλων δυνάμεων,
iii) λαμβανομένων εν καιρώ πολέμου ή εις περίπτωσιν διεθνούς εντάσεως,
γ) ως απαγορεύουσα την παρά του συμβαλλομένου μέρους λήψιν μέτρων επί τη βάσει των κατά τον Χάρτην των Ηνωμένων Εθνών υποχρεώσεων των διά την διατήρησιν της διεθνούς ειρήνης και ασφαλείας».
Μία πρώτη «ανάγνωση» του κειμένου αυτού φαίνεται να δείχνει ότι πρόκειται για την αναγνώριση στα κράτη μέρη της GATT μιας «λευκής επιταγής» όσον αφορά την προστασία των σημαντικών τους συμφερόντων, δηλαδή για μία αρχή αντίστοιχη προς την αρχή του διεθνούς δικαίου για την προστασία των «ζωτικών συμφερόντων» (shelf help) του κράτους[144].
Η απάντηση στο ζήτημα αυτό δεν είναι απλή. Δεν υπάρχει συμφωνία μεταξύ των κρατών, αλλά και στη θεωρία. Όσον αφορά τη σχετικά περιορισμένη νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του ΠΟΕ, αυτή μπορεί να μας δώσει μία ερμηνεία της διάταξης του άρθρου XXI, που όμως δεν αποσαφηνίζει πλήρως τα πράγματα, ενώ η πρακτική των κρατών εντός της GATT/ ΠΟΕ δεν είναι τέτοια που να συμβάλλει στη δημιουργία ενός εθιμικού κανόνα υπέρ της στενής ερμηνείας αυτής της διάταξης.
Στις γραμμές που ακολουθούν θα εξετάσουμε την έννοια και εφαρμογή από την GATT/ΠΟΕ της εξαίρεσης των βασικών συμφερόντων ασφαλείας, και συγκεκριμένα: (1) ποιος προσδιορίζει ποια ζητήματα αφορούν τα βασικά συμφέροντα ασφαλείας, (2) το ζήτημα της πολιτικής φύσης των βασικών συμφερόντων ασφαλείας, και (3) την έννοια του όρου «κατεπείγουσα κατάσταση στις διεθνείς σχέσεις».
1. Η έννοια της εξαίρεσης των συμφερόντων ασφάλειας
Τί ακριβώς σημαίνει η ρύθμιση της GATT στο άρθρο XXI (β) (in) σχετικά, αφενός με «τα βασικά συμφέροντα ασφαλείας» (essential security interests), και αφετέρου με «τι/ δράση που λαμβάνεται σε περίοδο πολέμου ή άλλης κατεπείγουσας κατάστασης στις διεθνείς σχέσεις» (any action taken in time of war or other emergency in international relations); Η ερμηνεία των διατάξεων αυτών πραγματοποιείται με βάση τους κανόνες περί ερμηνείας των διεθνών συνθηκών, που προσδιορίζονται στα άρθρα 31-32 της Σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των διεθνών συνθηκών (1969). Μία πρώτη μέθοδος ερμηνείας είναι αυτή της εξέτασης των προπαρασκευαστικών εργασιών (travaux preparatoires)[145] της Γενικής Σύμβασης για τους Δασμούς και το Εμπόριο. Παρ’ ότι οι προπαρασκευαστικές εργασίες αποτελούν επικουρικό μέσο ερμηνείας, στην περίπτωση της GATT και εξαιτίας της πολύ μικρής πρακτικής, μπορούν να συμβάλλουν στην αποσαφήνιση των όρων.
Ήδη το προσχέδιο του Χάρτη για ένα Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου (ΙΤΟ), -που προηγήθηκε της ίδρυσης της GATT- πρόβλεπε ότι, προκειμένου να πραγματοποιηθεί αυξημένη συμμετοχή κρατών στον Οργανισμό, ήταν επιβεβλημένη η υιοθέτηση εξαιρέσεων στους γενικούς κανόνες του διεθνούς εμπορίου σε κατεπείγουσες περιπτώσεις[146]. Το προσχέδιο πρόβλεπε ότι αυτό αφορούσε πρωταρχικά τις ζημίες τις προκαλούμενες από την αύξηση των εισαγωγών. Ταυτόχρονα καθόριζε τη διαδικασία εφαρμογής της εν λόγω ρύθμισης, προβλέποντας ότι με απόφαση των 2/3 των μελών της Συνέλευσης θα προσδιορίζονταν τα κριτήρια για την εφαρμογή αυτής της εξαίρεσης. Σε περίπτωση δε διαφωνίας ως προς την ερμηνεία του Χάρτη, το θέμα θα παραπέμπονταν στο Εκτελεστικό Συμβούλιο, το οποίο είτε θα αποφάσιζε το ίδιο ή θα παρέπεμπε το θέμα σε διαιτησία. Επί πλέον, αποφάσεις της Συνέλευσης που αφορούσαν την εμπορική πολιτική ή την ειδική εξαίρεση ασφάλειας θα μπορούσαν να προσβληθούν ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου των Ηνωμένων Εθνών[147].
Αν και τα αρχικά προσχέδια προσδιόριζαν ότι οι εξαιρέσεις ασφάλειας εφαρμόζονταν για συγκεκριμένα και περιορισμένα μέρη του Χάρτη του ΙΤΟ, τελικά το τελευταίο προσχέδιο (Γενεύης), υπό την ώθηση των ΗΠΑ, πρόβλεπε ότι η εξαίρεση ασφάλειας αφορούσε το σύνολο των διατάξεων του Χάρτη. Σε κάθε όμως περίπτωση παρέμενε η δυνατότητα επίλυσης των διαφορών με τις διαδικασίες που πρόβλεπε ο Χάρτης του ΙΤΟ. Το τελικό σχέδιο για τον Χάρτη του ΙΤΟ (Χάρτης της Αβάνας) περιλάμβανε ρυθμίσεις για την εξαίρεση της ασφάλειας παρόμοιες με αυτές του μεταγενέστερου άρθρου XXI της GATT, οι οποίες προτάθηκαν από τις ΗΠΑ, που τις θεώρησαν ως εκ των ουκ άνευ προϋποθέσεις για την επικύρωση του Χάρτη[148]. Παρέμενε πάντως η αντίληψη ότι η εξαίρεση της ασφάλειας υπόκειτο, εξαιτίας της δυνατότητας κατάχρησής της, σε διαδικασίες ελέγχου της νομιμότητας της εφαρμογής της[149].
Συνοπτικά, τα travaux preparatoires δείχνουν ότι οι συντάκτες του κειμένου της GATT συμφώνησαν σε δύο θέματα σχετικά με την έννοια της εθνικής ασφάλειας: πρώτο, ότι η εξαίρεση έπρεπε, για πολιτικούς λόγους, να είναι ευρεία, και δεύτερο, ότι η εφαρμογή της εξαίρεσης της εθνικής ασφάλειας υπόκειται, εξαιτίας της δυνατότητας κατάχρησης, σε εξέταση στο πλαίσιο του δικαιοδοτικού συστήματος[150].
Πέραν όμως των travaux preparatoires, που παίζουν ένα σχετικά περιορισμένο ρόλο στην ερμηνεία των διεθνών συνθηκών[151], έχει υποστηριχθεί ότι, ελλείψει μιας επαρκούς νομολογίας της GATT/ΠΟΕ, είναι η πρακτική των κρατών που αποτελεί το καλύτερο εργαλείο για την κατανόησή της. Υποστηρίζεται στη θεωρία ότι υπάρχει μία μακροχρόνια και ενοποιημένη πρακτική των βασικών κρατών-παραγόντων του διεθνούς εμπορίου που δείχνει ότι υπάρχει αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών σε σχέση με τα μέτρα ασφαλείας[152]. Η Σύμβαση της Βιέννης του 1969 για το Δίκαιο των Διεθνών Συνθηκών ζητά από τα κράτη μέρη να λαμβάνουν υπόψη τους, κατά την ερμηνεία μιας διεθνούς συνθήκης, τη μεταγενέστερη πρακτική των κρατών (άρθρο 31, 3, β)[153]. Αλλά και το άρθρο XVI, 1 του ΠΟΕ θεσπίζει ότι «ο ΠΟΕ θα καθοδηγείται από τις αποφάσεις, διαδικασίες και εθιμικές πρακτικές που ακολουθούνται από τα CONTRACTING PARTIES στην GATT 1947»[154].
2. H εφαρμογή στην πράξη
Δύο υπήρξαν τα βασικά σημεία της ρύθμισης του άρθρου XXI της GATT, τα οποία εξετάστηκαν στην πρακτική της: πρώτο, ποιος προσδιορίζει ποια ζητήματα αφορούν τα βασικά συμφέροντα ασφάλειας, και δεύτερο, τί σημαίνει ακριβώς η έκφραση «κατεπείγουσα κατάσταση στις διεθνείς σχέσεις;».
(α) Ποιος προσδιορίζει ποια ζητήματα αφορούν τα βασικά συμφέροντα ασφαλείας;
Το θέμα αυτό ανέκυψε για πρώτη φορά στη διαφορά ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τσεχοσλοβακία το 1949, όταν οι ΗΠΑ υιοθέτησαν το σύστημα χορήγησης αδειών για τις εξαγωγές ορισμένων αγαθών προς την Τσεχοσλοβακία[155]. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της ερμήνευσαν τη διάταξη του άρθρου ΧΧΙ ως «οποιαδήποτε δράση που [το κράτος] θεωρεί ως απαραίτητη για την προστασία των βασικών του συμφερόντων ασφαλείας», και ότι παρέχει στο κράτος αυτό οιονεί απεριόριστη διακριτική ευχέρεια, που μπορεί μόνο να περιοριστεί από τη γενική πολιτική (policy), με την έννοια ότι το σύστημα της GATT δεν θα πρέπει να υπονομευθεί με τη χρήση της εξαίρεσης ασφάλειας[156]. Αντίθετα, η Τσεχοσλοβακία υποστήριξε ότι το άρθρο XXI δεν έδιδε καμία λευκή επιταγή στα συμβαλλόμενα κράτη προκειμένου να αποφύγουν τις δεσμεύσεις τους[157].
Στην υπόθεση Γκάνα-Πορτογαλία (1961), η Γκάνα περιόρισε τις εμπορικές της σχέσεις με την Πορτογαλία, επικαλούμενη το γεγονός ότι η πολιτική της τελευταίας σε σχέση με τις αφρικανικές χώρες (Αγκόλα) είχε οδηγήσει σε κατεπείγουσα κατάσταση στις διεθνείς σχέσεις στην έννοια του άρθρου XXI. Και εδώ η Γκάνα ισχυρίστηκε ότι είναι η μόνη που μπορεί να κρίνει σχετικά με το ποια είναι τα βασικά συμφέροντα ασφάλειας της[158].
Σε μία άλλη υπόθεση, ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κούβα (1962), οι ΗΠΑ επέβαλαν πλήρες εμπάργκο σε όλες τις εμπορικές συναλλαγές αγαθών με την Κούβα[159], [160].
Το 1974 η Γερμανία απαγόρευσε την πώληση στα λιμάνια της φρέσκων ψαριών από Ισλανδούς ψαράδες. Η Γερμανία δικαιολόγησε το μέτρο αυτό στη βάση του ότι αποτελούσε αντίμετρο κατά ορισμένων πράξεων της Ισλανδίας[161]. Απέφυγε επομένως να κάνει χρήση του άρθρου XXI της GATT, πιθανώς γιατί θεώρησε ότι μία τόσο σημαντική πολιτικού χαρακτήρα υπόθεση δεν αρμόζει να συζητείται στο τεχνικό πλαίσιο που είναι η GATT[162].
Πιο ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της διαφοράς Ευρωπαϊκής Ένωσης/Αργεντινής, που προήλθε από την επιβολή κυρώσεων αναστολής εισαγωγών κατά της Αργεντινής, εξαιτίας της στρατιωτικής επέμβασής της στα νησιά Φώκλαντ[163]. Στην υπόθεση αυτή η Ε.Ε. επικαλέστηκε «τα εγγενή (inherent) δικαιώματα που αντανακλώνται στο άρθρο XXI της GATT»[164],[165]. Όπως παρατηρήθηκε, η περίπτωση αυτή έδειξε ότι όταν ένα κράτος χρησιμοποιεί οικονομικά μέτρα για πολιτικούς σκοπούς, αποφεύγει να βασίζει τη νομιμότητά τους στους κανόνες της GATT[166]. Κατά τις συζητήσεις στην GATT, μία σειρά από χώρες εξέφρασαν την αντίθεσή τους στην άρνηση της Ε.Ε. να αποδεχθεί ότι οι κυρώσεις της κατά της Αργεντινής καλύπτονταν από το άρθρο XXI της GATT, θεωρώντας ότι αυτό οδηγεί σε ένα επικίνδυνο προηγούμενο, με το να μην δικαιολογήσει η Ε.Ε. ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού[167]. Στην παρέμβασή τους οι ΗΠΑ επανήλθαν στο επιχείρημα ότι η Γενική Συμφωνία άφηνε ελεύθερα τα κράτη να κρίνουν ποια μέτρα είναι απαραίτητα για την προάσπιση των ζωτικών τους συμφερόντων. Τόνισαν ότι καμιά χώρα δεν θα μετείχε στην GATT αν το άρθρο XXI ακύρωνε το δικαίωμα χρησιμοποίησης οποιουδήποτε μέσου πλην στρατιωτικού για την προστασία των συμφερόντων του ασφαλείας[168]. Από τα 37 κράτη μέρη που εξέφρασαν γνώμη επί του θέματος, τα 20 θεώρησαν ότι το εμπάργκο εμπίπτει στο «εγγενές δικαίωμα» των κρατών μερών και ήταν επομένως εκτός της αρμοδιότητας της GATT[169]. Έξι (6) χώρες θεώρησαν ότι το εμπάργκο υπέκειτο σε εξέταση από την GATT[170], ενώ 11 χώρες εκφράστηκαν αρνητικά για την κρίση, αλλά δεν συζήτησαν το θέμα της εξέτασης των μέτρων από την GATT[171]. Πάντως, σε γενικές γραμμές, τα ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ (Γενική Συνέλευση της GATT) απέρριψαν τις θέσεις της Ε.Ε. και των συμμάχων της, σχετικά με τη μη-εφαρμογή του άρθρου XXI, υπογραμμίζοντας ότι το άρθρο αυτό αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των Συμβαλλομένων Μερών όταν αυτά θεωρούν ότι συντρέχουν λόγοι ασφάλειας[172]. Δεν προχώρησαν όμως στην περαιτέρω ανάλυση της εφαρμογής του άρθρου αυτού, ούτε συγκρότησαν Panel για την εξέταση του εμπάργκο κατά της Αργεντινής[173].
Ακόμα πιο σημαντική είναι η περίπτωση της διαφοράς ΗΠΑ-Νικαράγουα (1985)[174], όταν οι ΗΠΑ θεώρησαν ότι οι πολιτικές και οι πράξεις της κυβέρνησης της Νικαράγουα αποτελούν μέσον ασύνηθες και εξαιρετική απειλή για την εθνική ασφάλεια και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, και για τον λόγο αυτό απαγόρευσαν όλες[175]τις εισαγωγές και εξαγωγές από και προς τη Νικαράγουα. Πολλές χώρες μέρη στην GATT αντιτάχθηκαν στις αμερικανικές θέσεις[176], θεωρώντας είτε ότι μία μικρή χώρα, όπως η Νικαράγουα, δεν μπορεί να αποτελεί εξαιρετική απειλή για τις ΗΠΑ[177], είτε ότι τα αμερικανικά μέτρα ήταν δυσανάλογα[178].
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, επέμεναν στη θέση ότι κάθε κράτος μέρος στην GATT έχει το δικαίωμα να αποφασίζει ποιά μέτρα είναι αναγκαία για την προστασία των βασικών του συμφερόντων ασφαλείας, ενώ υποστήριξαν ότι η GATT αποτελούσε λάθος φόρουμ για την αντιμετώπιση των θεμάτων ασφαλείας[179]. Σημειωτέον ότι η Ε.Ε., ενώ συμφώνησε με τη θέση αυτή των ΗΠΑ, επεσήμανε ότι το ενδιαφερόμενο κράτος δεν μπορεί να εφαρμόζει το επιχείρημα αυτό με αυθαίρετο τρόπο[180].
Το κύριο επιχείρημα των κρατών που ευνοούσαν την εξέταση των μέτρων των ΗΠΑ συνίστατο στο ότι ήταν περίεργο να υποστηρίζει κανείς ότι η Νικαράγουα, μία μικρή και υποανάπτυκτη χώρα, θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την εθνική ασφάλεια της πλέον ισχυρής χώρας[181].
Το Συμβούλιο της GATT συγκρότησε μία ειδική ομάδα (Panel) για την εξέταση της υπόθεσης[182]˙ προσδιορίζοντας όμως ότι δεν έχει την αρμοδιότητα για να κρίνει σχετικά με την εγκυρότητα (validity) ή τους λόγους (motivation) της επίκλησης του άρθρου XXI (β) (Hi) από τις ΗΠΑ[183]. Παρ' όλα αυτά, αν και δεν το έπραξε με ρητό τρόπο, φαίνεται ότι το Panel υπήρξε αντίθετο στην άποψη (των ΗΠΑ) ότι η επίκληση του άρθρου XXI δεν ήταν επιδεκτική προσφυγής σε δικαιοδοτικά όργανα[184].
Οι ΗΠΑ επανήλθαν στο θέμα της επιβολής κυρώσεων κατά της Κούβας, το 1996, με την ψήφιση του νόμου Helms Barton, με τον οποίο επιβλήθηκαν αυστηροί περιορισμοί στο εμπόριο της Κούβας με τις ΗΠΑ και ξένους υπηκόους[185]. Χαρακτηριστικό αυτών των μέτρων ήταν η μεγάλη τους διάρκεια -συνεχίζονται μέχρι σήμερα, με ορισμένες αλλαγές- καταδικάστηκαν δε επανειλημμένως από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με μεγάλη πλειοψηφία[186].
Μία ακόμη περίπτωση επίκλησης του άρθρου XXI αφορά την κατάσταση στην πρώην Ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας[187], όταν δύο ομόσπονδα κράτη, η Κροατία και η Σλοβενία, κήρυξαν την ανεξαρτησία τους (1991) και επακολούθησε πόλεμος με την (εναπομείνασα) Γιουγκοσλαβία. Η ΕΕ άσκησε πίεση στη Γιουγκοσλαβία, προκειμένου να λήξει η κατάσταση αυτή, αλλά οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν, και η ΕΕ της επέβαλε οικονομικές κυρώσεις ύψους 34 δισ. $, επεκτείνοντάς τες περαιτέρω αργότερα[188]. Η Γιουγκοσλαβία προσέφυγε, το 1991, στο Συμβούλιο της GATT ζητώντας να επανεκτιμήσει το πρόβλημα, δεδομένου ότι τα μέτρα υιοθετήθηκαν για μη-οικονομικούς λόγους[189]. Η Ε.Ε. υποστήριξε, με τη σειρά της, ότι οι κυρώσεις λήφθηκαν με βάση τα ουσιώδη συμφέροντα ασφάλειάς της στη βάση του άρθρου XXI[190]. Η Γιουγκοσλαβία ζήτησε να συγκροτηθεί ένα Panel για να διερευνήσει τις κυρώσεις της Ε.Ε., πράγμα που αποδέχθηκε το Συμβούλιο της GATT[191], το οποίο ταυτόχρονα αναγνώρισε τις επιφυλάξεις που διατύπωσε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα[192] και ενθάρρυνε τις δύο πλευρές να συζητήσουν τους όρους αναφοράς (fonns of reference) σχετικά με το άρθρο XXI[193]. Τελικά, η υπόθεση έκλεισε ξαφνικά, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Τρεις περαιτέρω πρόσφατες υποθέσεις απασχόλησαν τα δικαιοδοτικά όργανα του ΠΟΕ σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου XXI: (α) Russia-Measures Concerning Traffic in Transit[194], (β) Saudi Arabia-Measures concerning the protection of Intellectual Property Rights (2020), και (γ) U.S.-Origin Marking (2022). Οι υποθέσεις αυτές είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για τον προσδιορισμό της έννοιας του άρθρου XXI και δείχνουν τις εξελίξεις που σημειώνονται.
(α) Στην υπόθεση Russia-Measures Concerning Traffic in Transit το Panel, που συγκροτήθηκε στο πλαίσιο του ΠΟΕ, ασχολήθηκε με τους περιορισμούς που επέβαλε η Ρωσία στα προϊόντα της Ουκρανίας σε transit μέσα από το ρωσικό έδαφος με κατεύθυνση την Κεντρική Ασία. Οι περιορισμοί αυτοί έλαβαν χώρα στο πλαίσιο ευρύτερων εντάσεων ανάμεσα στη Ρωσία και Ουκρανία, μετά την προσάρτηση από την πρώτη της Κριμαίας και την υποστήριξή της στις αποσχιστικές κινήσεις στις περιοχές του Donetsk και Luhansk[195]. Η Ουκρανία υποστήριξε ότι η Ρωσία παραβίαζε το άρθρο V, 2, της GATT 1994, που εγγυάται την ελευθερία transit μέσω του εδάφους των κρατών μερών[196]. Η Ρωσία επικαλέστηκε τη διάταξη του άρθρου XXI (b) (iii), για να υποστηρίξει ότι το Panel δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει την εξαίρεση εθνικής ασφάλειας, δηλαδή ότι το άρθρο αυτό είναι «self-judging»[197]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρέμβαση των ΗΠΑ, ως τρίτο μέρος, που θεώρησε ότι το άρθρο XXI μπορεί να μην είναι «self-judging», αλλά το θέμα δεν υπόκειται στη δικαιοδοτική εξέταση των Panels, καθ’ ότι αποτελεί «πολιτικό θέμα»[198].
To Panel αφού εξέτασε το κείμενο, το αντικείμενο και τον σκοπό, αλλά και τα travaux preparatoires της διάταξης, απέρριψε τα επιχειρήματα και των δύο κρατών (Ρωσία και ΗΠΑ). Ιδιαίτερα ασχολήθηκε με την ερμηνεία της φράσης «που θεωρεί» (which it considers), στο chapeau του άρθρου ΧΧΙ, και απεφάνθη ότι η φράση αυτή του chapeau δεν εφαρμόζεται στα συγκεκριμένα μέτρα που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i)-(iii) του άρθρου, γιατί αυτές αναφέρονται σε μία αντικειμενική (objective) σχέση και όχι σε υποκειμενικό προσδιορισμό[199]. Παράλληλα, θεώρησε ότι θα ήταν αντίθετο προς το αντικείμενο και τον σκοπό της GATT να γίνεται ερμηνεία του άρθρου XXI με υποκειμενικό τρόπο, γιατί αυτό θα υπήγαγε την ύπαρξη των υποχρεώσεων ενός μέλους της GATT/ΠΟΕ σε μία απλή έκφραση της μονομερούς βούλησης αυτού του μέλους[200]. Υπογράμμισε δε παράλληλα, αναφερόμενο στα travaux preparatoires του άρθρου, ότι οι ΗΠΑ, που ήταν το κράτος που προώθησε την υιοθέτηση του Άρθρου, δεν είχαν την πρόθεση να αποτελέσει η διάταξη αυτή μία μονομερή ρήτρα διαφυγής από τις υποχρεώσεις του ΠΟΕ[201].
(β) Στην υπόθεση Saudi Arabia-Measures concerning the protection of Intellectual Property Rights[202], το Panel του ΠΟΕ ασχολήθηκε με τη διπλωματική διαφορά που προέκυψε ανάμεσα στο Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, που κατέληξε στη ρήξη των σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Το Κατάρ προσέφυγε σε Panel του ΠΟΕ υποστηρίζοντας ότι η Σαουδική Αραβία παραβίασε της Συμφωνία TRIP'S με δύο τρόπους: πρώτο, ότι υιοθέτησε «μέτρα αντιπάθειας» (anti-sympathy measures), που επέβαλαν ποινές σε Σαουδάραβες δικηγόρους, οι οποίοι εκπροσωπούσαν υπηκόους του Κατάρ, εμποδίζοντας έτσι την υπεράσπιση της προστασίας της πνευματικής τους ιδιοκτησίας- και δεύτερο, ότι η Σαουδική Αραβία δεν επέβαλε ποινικές κυρώσεις σε Σαουδάραβες που άσκησαν τηλεοπτική «πειρατεία» σε τηλεοπτικά μέσα του Κατάρ[203]. Η Σαουδική Αραβία επικαλέστηκε, για άμυνά της, το άρθρο 73 (β) της Συμφωνίας TRIP'S, που είναι ταυτόσημη με το άρθρο XXI της GATT/ ΠΟΕ, θεωρώντας ότι τα μέτρα που έλαβε ήταν απαραίτητα για την προστασία ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας[204].
To Panel εφάρμοσε το πλαίσιο που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Russia-Traffic in Transit, και διαπίστωσε, πρώτο, ότι η πλήρης διάρρηξη διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες ικανοποιεί την απαίτηση της διάταξης για την ύπαρξη μίας έκτακτης κατάστασης στις διεθνείς σχέσεις και ότι η υιοθέτηση των μέτρων από τη Σαουδική Αραβία υιοθετήθηκαν στη διάρκεια αυτής της emergency[205]. Και δεύτερο, ότι η Σαουδική Αραβία θεμελίωσε επαρκώς την ύπαρξη ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας, προκειμένου να προστατευτεί από κινδύνους τρομοκρατίας και εξτρεμισμού, και αυτό ανταποκρίνεται στην απαίτηση από το άρθρο 73 (β) της ύπαρξης μιας ελάχιστης ικανοποιητικής διάρθρωσης (minimally satisfactory articulation), απαίτηση την οποία το Panel μπορεί να ελέγξει[206].
Εξετάζοντας, τέλος, τη σχέση ανάμεσα στα μέσα και στα αποτελέσματα (measures and ends), το Panel θεώρησε ότι τα «μέτρα αντιπάθειας» της Σαουδικής Αραβίας ικανοποιούσαν μία ελάχιστη απαίτηση «ευλογοφάνειας» (plausibility) σε σχέση με τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας που επικαλέστηκε[207]. Όσον αφορά όμως τη μη-εφαρμογή από τη Σαουδική Αραβία ποινικών διαδικασιών σε σχέση με τη ραδιοτηλεοπτική πειρατεία, το Panel αποφάνθηκε ότι το μέτρο αυτό δεν καλυπτόταν από το άρθρο 73 (β), γιατί δεν υπάρχει η ελάχιστη «ευλογοφάνεια» ανάμεσα στα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας της Σαουδικής Αραβίας και τη μη-εφαρμογή των ποινικών διαδικασιών[208].
Σε μία άλλη υπόθεση -U.S.-Origin Marking- μεταξύ ΗΠΑ και Χονγκ-Κονγκ/Κίνα (2022)[209], οι ΗΠΑ υποστήριξαν ότι η φράση «which it considers» καλύπτει κάθε τι που έπεται στη διάταξη, δηλαδή τις υποπαραγράφους. Έτσι, οι υποπαράγραφοι αποτελούν για τις ΗΠΑ περιστάσεις που το ενδιαφερόμενο μέρος θεωρεί ως παρούσες και που χρησιμεύουν ως οδηγός για την άσκηση από αυτό των δικαιωμάτων του στο πλαίσιο της διάταξης[210]. Για το Χονγκ-Κονγκ (Κίνα) αντίθετα, η φράση «which it considers» δεν επεκτείνεται στις υποπαραγράφους του άρθρου XXI, και, κατά συνέπεια, δεν δημιουργείται δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού της πράξης, δεν είναι δηλαδή self-judging. Το αν η πράξη είναι σύμφωνη με τη διάταξη αυτή, μόνο αρμόδιο είναι το Panel, το οποίο θα κρίνει με αντικειμενικά κριτήρια[211]. To Panel έκρινε στην παραπάνω υπόθεση ότι η φράση «which it considers» δεν επεκτείνεται στις υποπαραγράφους. Ο ρόλος των υποπαραγράφων είναι να οριοθετεί (circumscribe) και να περιορίζει τις περιστάσεις κατά τις οποίες το ενδιαφερόμενο Μέρος μπορεί να αναλάβει τη δράση, που θεωρεί απαραίτητη για την προστασία των βασικών του συμφερόντων ασφαλείας[212].
Ανακεφαλαιώνοντας, και κρίνοντας τις τρεις παραπάνω αποφάσεις των Panels του ΠΟΕ, μπορούμε να κάνουμε τις εξής διαπιστώσεις:
Πρώτο, τα Panels έκριναν ότι οι προτάσεις του κάθε κράτους στη βάση του άρθρου XXI υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Δεύτερο, ότι ο έλεγχος αυτός γίνεται στο πλαίσιο ενός υψηλού βαθμού standard ευμενούς στάσης (deference) προς το ελεγχόμενο κράτος. Τρίτο, παρά τη συμβολή των Panels στην αποσαφήνιση της έννοιας και εφαρμογής του άρθρου XXI, υπήρξαν πολλά αναπάντητα ερωτήματα, ερωτήματα που θα πρέπει να απαντηθούν από την πρακτική. Έχει παρατηρηθεί ότι οι ασάφειες που αναδύονται από τις αποφάσεις αυτές -και ιδιαίτερα ανάμεσα στην «τυπική» και την «πρακτική» προσέγγιση[213]- δεν αποτελούν απαραίτητα μία δυσάρεστη κατάσταση για τα μελλοντικά Panels γιατί θα διαθέτουν επ’ αυτού ενός βαθμού διακριτική ευχέρεια[214]. Αν και μπορεί κανείς να φανταστεί ότι ένα μελλοντικό Panel θα μπορούσε να απορρίψει εξ ολοκλήρου την προσέγγιση των πρόσφατων αποφάσεων, αυτό κρίνεται μάλλον ως απίθανο, ιδιαίτερα όσον αφορά τις «δύσκολες» υποθέσεις[215].
(β) Η πολιτική φύση των βασικών συμφερόντων ασφαλείας
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν τα μέτρα που υιοθετούνται στη βάση του άρθρου XXI πρέπει να προέρχονται αποκλειστικά από πολιτικούς λόγους (politicaly motivated) ή μπορεί να προέρχονται από οικονομικούς λόγους. Η υιοθέτηση των σουηδικών μέτρων για την προστασία ειδών υπόδησης (Swedich shoes quotas) είναι διαφωτιστική στο θέμα αυτό.
Το 1975, η Σουηδία εισήγαγε ένα σύστημα ποσοστώσεων (quotas) για την εισαγωγή ορισμένων ειδών ένδυσης, υποστηρίζοντας ότι τα μέτρα αυτά ήταν συμβατά με το πνεύμα του άρθρου XXI, και συγκεκριμένα ότι «η μείωση της εγχώριας παραγωγής έχει γίνει απειλή για τον προγραμματισμό της οικονομικής άμυνας της Σουηδίας σε κατεπείγουσες καταστάσεις, και αναπόσπαστο μέρος της πολιτικής της ασφάλειας. Αυτή η πολιτική απαιτεί τη διατήρηση ενός ελάχιστου επιπέδου ικανότητας εγχώριας παραγωγής σε ζωτικής σημασίας βιομηχανίες, και αυτή η ικανότητα είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της προμήθειας βασικών προϊόντων, προκειμένου να ικανοποιήσει βασικές ανάγκες σε περίπτωση πολέμου ή άλλες κατεπείγουσες καταστάσεις στις διεθνείς σχέσεις»[216].
Κατά τη συζήτηση των σουηδικών μέτρων στο Συμβούλιο της GATT, πολλοί αντιπρόσωποι εξέφρασαν αμφιβολίες σχετικές με το κατά πόσον οι λόγοι που πρόβαλε η Σουηδία δικαιολογούνται στη βάση της Γενικής Συμφωνίας. Πολλές δε αντιπροσωπείες επεφύλαξαν τα δικαιώματά τους στο πλαίσιο της GATT[217]. Τελικά, η Σουηδία απέσυρε τις ποσοστώσεις αυτές σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (1977)[218].
Το 1970, επ’ ευκαιρία της αίτησης προσχώρησης της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας στην GATT, ετέθη το θέμα του μποϋκοταρίσματος του Ισραήλ από την ΗΑΔ. Κατά τις συζητήσεις στο Working Party, ο εκπρόσωπος της ΗΑΔ υποστήριξε ότι, εξαιτίας του πολιτικού χαρακτήρα του θέματος, η χώρα του δεν επιθυμούσε να συζητηθεί στο πλαίσιο της GATT. Δηλαδή το μποϋκοτάρισμα δεν οφειλόταν σε οικονομικούς λόγους, αλλά σε πολιτικούς, και το ζήτημα αυτό υποστηρίχθηκε και από άλλες χώρες[219].
Πιο πρόσφατα, το Panel στην υπόθεση Russia-Traffic in Transit επέσυρε την προσοχή ενάντια στην ονομασία εμπορικών συμφερόντων ως ουσιαστικών συμφερόντων ασφάλειας και αναφέρθηκε στην υποχρέωση των μερών να σέβονται την αρχή της καλής πίστης[220].
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι τα κράτη μέρη στη Γενική Συμφωνία μπορούν να επικαλούνται το άρθρο XXI της GATT για πολιτικούς λόγους και μόνο, ενώ, αντίθετα, λόγοι που έχουν καθαρά οικονομικό χαρακτήρα, δηλαδή η προστασία της εγχώριας οικονομίας, βρίσκονται σε αντίθεση με τη διάταξη αυτή.
(γ) Η έννοια τον όρου «κατεπείγουσα κατάσταση στις διεθνείς σχέσεις» και η πρακτική
Τον Απρίλιο του 1982, η ΕΕ και άλλα Δυτικά κράτη ανέστειλαν επ’ αόριστον τις εισαγωγές στις χώρες τους προϊόντων προερχόμενων από την Αργεντινή. Τα μέτρα αυτά καταργήθηκαν τον Ιούνιο του 1982. Η Αργεντινή όμως ζήτησε από το Συμβούλιο της GATT να προβεί στην ερμηνεία του άρθρου XXI, πράγμα που έγινε. Σε Δήλωση του, το Νοέμβριο 1982, το Συμβούλιο της GATT κάλεσε τα μέρη να απέχουν από την υιοθέτηση περιοριστικών εμπορικών μέτρων για λόγους μη - οικονομικού χαρακτήρα και ασύμβατων με τη Γενική Συμφωνία[221].
Ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής υποστήριξαν την Αργεντινή[222], ορισμένες δε άλλες, υποστήριξαν ότι τα μέτρα της Ε.Ε., στο βαθμό που θα κρίνονταν απαραίτητα για την προστασία των ουσιωδών συμφερόντων εθνικής ασφάλειας, θα αποτελούσαν ένα «επικίνδυνο προηγούμενο» για το μέλλον[223].
Το 1985, οι ΗΠΑ απαγόρευσαν όλες τις εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών από τη Νικαράγουα, και, αντίστοιχα, τις αμερικανικές εξαγωγές στη χώρα αυτή[224]. Η Νικαράγουα υποστήριξε ότι τα μέτρα αυτά δεν είχαν σχέση με την εθνική ασφάλεια, αλλά αποτελούσαν μέτρα εξαναγκασμού (coercion) και ότι το άρθρο XXI δεν μπορούσε να εφαρμοστεί με αυθαίρετο τρόπο[225],[226]. Αντίθετα, οι ΗΠΑ απάντησαν ότι τα μέτρα αυτά υιοθετήθηκαν για λόγους εθνικής ασφάλειας, και ο μόνος αρμόδιος για να αποφασίσει για αυτό ήταν οι ίδιες[227]. Οι όροι reference (terms of reference) του Panel απέκλεισαν τη δυνατότητά του να εξετάσει την επίκληση του άρθρου XXI (β) (iii) από τις ΗΠΑ. Η Νικαράγουα ζήτησε από το Συμβούλιο της GATT να προβεί στην ερμηνεία του άρθρου XXI, πράγμα που δεν έγινε, για τον λόγο ότι δεν επετεύχθη consensus επ’ αυτού.
Το Νοέμβριο του 1991, η Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβε εμπορικά περιοριστικά μέτρα κατά της Γιουγκοσλαβίας, για τον λόγο ότι η κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα αυτή δεν επέτρεπε την προτιμησιακή μεταχείριση της (preferential treatment), και θα ίσχυε στο εξής η Ρήτρα του Μάλλον Ευνοούμενου Κράτους. Η ΕΕ θεώρησε ότι τα εν λόγω μέτρα υιοθετήθηκαν λαμβάνοντας υπόψη τα βασικά τους συμφέροντα ασφαλείας στη βάση του άρθρου XXI της GATT[228]. Παρόμοια μέτρα υιοθετήθηκαν από πολλές Δυτικές χώρες, περιλαμβανομένων και των ΗΠΑ.
Τον Φεβρουάριο του 1992 η Γιουγκοσλαβία ζήτησε τη σύσταση ενός Panel, θεωρώντας ότι τα μέτρα της Ε.Ε. δεν ήταν συμβατά με ορισμένες διατάξεις της GATT, μεταξύ των οποίων και το άρθρο XXI, και ότι βρίσκονταν μακριά από το γράμμα και το σκοπό της § 7 (iii) της Υπουργικής Απόφασης της GATT. Τον Μάρτιο 1992, το Συμβούλιο της GATT αποδέχθηκε τη σύσταση ενός Panel. Ο εκπρόσωπος της Ε.Ε. στο Συμβούλιο υποστήριξε ότι υπήρχε πρόβλημα στο θέμα της διαδοχής της Σερβίας στην (πρώην) Γιουγκοσλαβία με αποτέλεσμα ο αντιπρόσωπος της Γιουγκοσλαβίας να αποκλειστεί από τις εργασίες του Συμβουλίου[229].
Στην υπόθεση Russia-traffic in Transit, το Panel κατέστησε σαφές ότι εναπόκειται στο Μέρος που επικαλείται τα βασικά συμφέροντα ασφαλείας του να τα διαρθρώσει (articulate) επαρκώς με την κατεπείγουσα κατάσταση στις διεθνείς σχέσεις, έτσι ώστε να αποδείξει τον αληθινό τους χαρακτήρα (veracity). Και, πράγματι, δέχθηκε ότι η Ρωσία πραγματοποίησε αυτή τη διάρθρωση με ικανοποιητικό τρόπο, αποδεικνύοντας ότι ορισμένα χαρακτηριστικά της κατεπείγουσας κατάστασης μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας το 2014, στα σύνορα των δύο χωρών, δικαιολογούσαν τα εν λόγω μέτρα. Πρόσθεσε δε το Panel ότι θα πρέπει να τηρείται η αρχή της καλής πίστης, όχι μόνο σε σχέση με τον ορισμό των βασικών συμφερόντων ασφαλείας, που προκύπτει από μία συγκεκριμένη κατεπείγουσα κατάσταση στις διεθνείς σχέσεις, από τα Μέρη, αλλά, ακόμα πιο σημαντικό, και στη σύνδεσή τους με τα συγκεκριμένα μέτρα. Δηλαδή να υπάρχει μία ελάχιστη απαίτηση ευλογοφάνειας (plausibility)[230].
Όσον αφορά τον προσδιορισμό της ύπαρξης κατεπείγουσας κατάστασης στις διεθνείς σχέσεις, το ίδιο Panel προσδιόρισε ότι η κατάσταση αυτή απαιτεί περιστάσεις πιο σοβαρές από απλές πολιτικές ή οικονομικές διαφορές ανάμεσα στα ενδιαφερόμενα Μέρη. Πιο συγκεκριμένα δε, επεσήμανε ότι ο όρος «κατεπείγουσα κατάσταση» φαίνεται να αναφέρεται σε μία έντονη ένταση (heightened tension) ή κρίση ή σε μία γενική αστάθεια που περιβάλλει ένα κράτος (general instability surrounding a state). Παρόμοιες καταστάσεις προκαλούν ιδιαίτερους τύπους συμφερόντων για το ενδιαφερόμενο Μέρος, δηλαδή κυρίως συμφέροντα διατήρησης του νόμου και της δημόσιας τάξης, ή στρατιωτικά συμφέροντα[231]. Δεν χρειάζεται δε να προσδιορίζεται ο παράγων (κράτος) που είναι υπεύθυνος για τη δημιουργία αυτής της κατάστασης. Χαρακτηριστικά το Panel στην υπόθεση Russia-Traffic in Transit, θεώρησε ότι μεταξύ των ετών 2014 και 2016 οι σχέσεις μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας είχαν διαταραχθεί σε τέτοιο βαθμό που αποτέλεσαν αντικείμενο ανησυχίας για τη διεθνή κοινότητα, ενώ απόδειξη για τη σοβαρότητα της κατάστασης αποτέλεσε το γεγονός ότι ένας αριθμός χωρών επέβαλε κυρώσεις κατά της Ρωσίας[232].
Σε μία άλλη δε υπόθεση -US-Steel and Aluminum Products (Turkey)[233]-, το Panel του ΠΟΕ, αναλύοντας την έννοια της «κατεπείγουσας κατάστασης στις διεθνείς σχέσεις», προσδιόρισε ότι αυτή πρέπει να είναι, αν όχι εξίσου σοβαρή, τουλάχιστον συγκρίσιμη ως προς τη σοβαρότητα με ένα πόλεμο όσον αφορά την επίπτωσή της στις διεθνείς σχέσεις. Αποφάνθηκε δε σε αυτή την υπόθεση ότι οι ΗΠΑ δεν αντιμετώπισαν, στο πλαίσιο των μέτρων που έλαβαν κατά της Τουρκίας, την ύπαρξη μιας «κατεπείγουσας κατάστασης στις διεθνείς σχέσεις», δηλαδή δεν ερεύνησαν αν οι πράξεις και δράσεις που υιοθέτησαν σε μία περίοδο μιας «κατεπείγουσας κατάστασης στις διεθνείς σχέσεις» ήταν βασισμένες σε μία αντικειμενική εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και επιχειρημάτων[234].
Ενδιαφέρον παρουσιάζει, σε σχέση με την παραπάνω υπόθεση, το επιχείρημα των ΗΠΑ ότι «η σφαιρική υπερβαίνουσα ικανότητα» (global excess capacity) στους τομείς του χάλυβα και του αλουμινίου συνιστά μία «κατεπείγουσα κατάσταση στις διεθνείς σχέσεις». To Panel θεώρησε ότι το επιχείρημα αυτό έπασχε εκ του λόγου ότι οι ΗΠΑ δεν μπόρεσαν να αποδείξουν ότι η «κατεπείγουσα κατάσταση» ήταν επαρκώς σοβαρή στην έννοια της διάταξης του άρθρου XXI (β) (iii) και, κατά συνέπεια, δεν συνέτρεχε παρόμοια κατάσταση στις διεθνείς σχέσεις[235].
(δ) Η επιβολή των δασμών υπό το πρίσμα της πρόσφατης νομολογίας των Panels της GATT/ΠOE
Οι δασμοί του Προέδρου Τραμπ δεν έχουν δώσει ακόμα την ευκαιρία στα δικαιοδοτικά όργανα του ΠΟΕ να εκφράσουν την αντίληψή τους, σχετικά με την εθνική ασφάλεια, που θα προβάλουν χωρίς αμφιβολία οι ΗΠΑ. Η υπόθεση που μπορεί να εκδικαστεί πρώτη από τα όργανα αυτά είναι η United States-Certain Measures on Steel and Aluminum, που έχει ήδη περιληφθεί στον κατάλογο του DSB (Dispute Settlement Body) του ΠΟΕ και αναμένεται η εκδίκασή της. Αν και, όπως φαίνεται, δεν φαίνεται να υπάρχει προοπτική για έκδοση μιας οριστικής και δεσμευτικής, για τις ΗΠΑ, απόφασης, εξαιτίας του γεγονότος ότι η όλη διαδικασία επίλυσης των διαφορών στο πλαίσιο του ΠΟΕ έχει μπλοκαριστεί από τη χώρα αυτή[236], αυτό δεν παρεμποδίζει, στο τυπικό επίπεδο[237], την έκδοση από ένα Panel, που θα οριστεί για την υπόθεση αυτή, σχετικής απόφασης, όπου θα εκτίθενται τα επιχειρήματα των δύο πλευρών και η θέση του Panel. Και ενώ γίνεται δεκτό ότι οι αποφάσεις των δικαιοδοτικών οργάνων του ΠΟΕ (Panels και Εφετειακό Σώμα) δεν μπορεί να αποτελέσουν «προηγούμενο)-) (δεδικασμένο) (precedent) για τις μεταγενέστερες υποθέσεις[238], στην πράξη οι προηγούμενες αποφάσεις παίζουν ένα σημαντικό ρόλο για τις επόμενες αποφάσεις[239]. Αυτός ήταν εξάλλου ένας από τους βασικούς λόγους που οι ΗΠΑ μπλοκάρουν τη λειτουργία του Εφετειακού Σώματος[240].
Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση United States-Certain Measures on Steel and Aluminum αφορά τους δασμούς που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ ήδη από την πρώτη θητεία του (2018), ύψους 25% για τον χάλυβα και 10% για το αλουμίνιο[241], στη βάση της Section 232[242]. Πρώτη έφερε το θέμα αυτό στον ΠΟΕ η Κίνα[243], που ζήτησε τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων με τις ΗΠΑ, ως ένα προκαταρκτικό βήμα στην όλη δικαιοδοτική διαδικασία, ενώ ακολούθησαν μία σειρά από άλλες χώρες που θίγονταν από τα εν λόγω μέτρα[244]. ΟΙ ΗΠΑ επανέλαβαν, ως βάση άμυνας, την επιχειρηματολογία που πρόβαλαν ως τρίτο μέρος σε σχέση με την υπόθεση Russia-Traffic in Transit[245], δηλαδή ότι το άρθρο XXI είναι «selfjudging»[246]. Παρ’ ότι είναι νωρίς για να προβλέψει κανείς ποια θα είναι ακριβώς η απόφαση του Panel στην υπόθεση αυτή, θα πρέπει να αναφερθούν δύο στοιχεία: το πρώτο είναι η δήλωση του Georges Abi-Saab, πρώην Προέδρου του Εφετειακού Σώματος και Προέδρου του Panel στην υπόθεση Russia-Traffic in Transit, σε σχέση με άλλη υπόθεση που αφορούσε τη Section 232, ότι η εφαρμογή του άρθρου XXI είναι ευκολότερη όσον αφορά πρώτες ύλες στρατηγικού χαρακτήρα, από ότι ένα τελικό προϊόν (εν προκειμένω αυτοκίνητα)[247].
Στη θεωρία έχουν εξεταστεί δύο προσεγγίσεις (approaches) του θέματος, βασισμένες και οι δύο στις υποθέσεις Russia-Traffic in Transit και Saudi Arabia. Η μία αποτελεί «τυπική» (formal) προσέγγιση, ενώ η δεύτερη «πρακτική» προσέγγιση[248].
(α) Η «τυπική» προσέγγιση
Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, το κράτος που επικαλείται την εφαρμογή του άρθρου XXI, δηλαδή την ύπαρξη ενός ουσιώδους συμφέροντος ασφαλείας, πρέπει να αποδείξει την «αληθοφάνειά» (veracity) της, προκειμένου να ικανοποιηθεί η απαίτηση για ύπαρξη καλής πίστης[249]. Αλλά δεν είναι προσδιορισμένο αν η εξακρίβωση αυτή της «αληθοφάνειας» γίνεται με αντικειμενικό τρόπο στη βάση του εύλογου χαρακτήρα (reason ableness) του συμφέροντος ασφαλείας, ή με υποκειμενικό τρόπο, με εξέταση των πραγματικών συμφερόντων ασφαλείας του κράτους. Αυτή η έλλειψη προσδιορισμού ανάγκασε το Panel στην υπόθεση Russia-Traffic in Transit να αγνοήσει την ανάγκη για ύπαρξη συνάρθρωσης (τυπικό στοιχείο)[250]και να επιλέξει μία πρακτική προσέγγιση, δηλαδή ότι η ύπαρξη μιας κατάστασης ένοπλης σύγκρουσης της Ρωσίας και της Ουκρανίας ήταν αρκετή για να γίνει δεκτό ότι η Ρωσία είχε εν προκειμένω ένα ουσιώδες συμφέρον ασφαλείας[251].
Στην περίπτωση όμως των δασμών Τραμπ, η κατάσταση είναι διαφορετική, εκ του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ δεν βρίσκονται σε σχέση με τα κράτη στα οποία επέβαλαν τους δασμούς χάλυβα και αλουμινίου στην ίδια κατάσταση «οιονεί πολέμου», ή, εν πάση περιπτώσει, σοβαρής διατάραξης των σχέσεων, όπως συνέβη μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας ή μεταξύ Κατάρ και Σαουδικής Αραβίας, έστω και αν οι σχέσεις αυτές είχαν απλώς διαταραχθεί[252]. Και, ενώ υποστηρίζεται ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να επικαλεστούν τις διατάξεις του άρθρου XXI (β) (ii) σχετικά με το εμπόριο όπλων, πολεμοφοδίων και υλικού πολέμου, έτσι ώστε να προκύψει μία διάρθρωση ανάμεσα στα μέτρα (δασμοί) και στο ουσιώδες συμφέρον ασφαλείας, αυτό δεν έγινε, με τις ΗΠΑ να περιορίζουν την άμυνα τους στη διάταξη του άρθρου XXI (β) (iii)[253].
Ένας πρόσθετος λόγος, υπό την «τυπική» προσέγγιση της υπόθεσης, είναι ότι, ακόμα και αν το Panel δεχόταν ότι υπάρχει μία διάρθρωση ανάμεσα στους δασμούς και την εθνική ασφάλεια, πάλι θα ετίθετο θέμα εφαρμογής του άρθρου XXI, επειδή το Panel θα έπρεπε να εξετάσει την ύπαρξη καλής πίστης (good faith) εκ μέρους της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Και εδώ έχει παρατηρηθεί ότι ο Πρόεδρος Τραμπ δήλωσε, πριν και μετά την επιβολή των δασμών της Section 232, ότι οι δασμοί αυτοί επιβλήθηκαν προκειμένου να περιοριστεί η ζημία στην εγχώρια βιομηχανία, παρά σε λόγους εθνικής ασφάλειας[254].
(β) Η «πρακτική» προσέγγιση
Στο πλαίσιο αυτής της προσέγγισης, που εφαρμόστηκε, όπως αναφέρθηκε, από τα Panels στις υποθέσεις Russia-Traffic Transit και Saudi Arabia, το Panel στην υπόθεση των δασμών Τραμπ, θα πρέπει να εξετάσει πρώτο, αν η επιβολή των δασμών συνδέεται αντικειμενικά με μία από τις υποπαραγράφους του άρθρου XXI (ii)-(iii) και δεύτερο, αν η αντικειμενικά υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων εξυπονοεί (implies) κάποια δυνητική βάση για την επιβολή των δασμών. Ως προς το πρώτο, οι ΗΠΑ δεν χρειάζεται να προσδιορίσουν ποιά διάταξη του άρθρου XXI επικαλούνται, δεδομένου ότι και η Ρωσία δεν το έκανε στην υπόθεση Russia-Traffic Transit. Αρκεί δηλαδή να βρει το Panel ότι οι δασμοί σχετίζονται με μία οποιαδήποτε από τις διατάξεις του άρθρου XXI (β). Από εκεί και πέρα, το Panel θα χρειαστεί να βρει την παρουσία μιας ελάχιστης ευλογοφάνειας (plausibility) ως προς τη σχέση των δασμών με τα συμφέροντα ασφαλείας, ευλογοφάνειας που να εξυπονοείται από τις αντικειμενικά υπάρχουσες συνθήκες. Αυτό το standard ευλογοφάνειας είναι πολύ ελαστικό, αφήνοντας έξω μόνο αποδεδειγμένα παράλογους ισχυρισμούς[255]. Έτσι, το Panel μπορεί να θεωρήσει ότι οι δασμοί των ΗΠΑ συνδέονται με το στρατιωτικό υλικό του άρθρου XXI (β) (ii). Στο βαθμό που οι ΗΠΑ έχουν ένα ουσιώδες συμφέρον ασφαλείας στρατιωτικής ετοιμότητας, θα πρέπει να θεωρηθεί ευλογοφανές ότι οι ΗΠΑ περιόρισαν την εισαγωγή χάλυβα και αλουμινίου (που αποτελούν στρατηγικές πρώτες ύλες), προκειμένου να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα των βιομηχανιών τους, που είναι απαραίτητη για την προμήθεια της στρατιωτικής βιομηχανικής βάσης[256].
Από τα έως τώρα εκτεθέντα προκύπτει ότι η παραπάνω νομολογία προσφέρει μία ευρεία διακριτική ευχέρεια στα Panels στο θέμα της εξαίρεσης εθνικής ασφάλειας. Αυτή όμως η διακριτική ευχέρεια θα πρέπει να ασκείται με προσοχή από τα Panels, προκειμένου να μη δικαιολογούνται ενέργειες των κρατών που είναι προφανώς αστήρικτες, γιατί αυτό θα αποτελούσε για τις ενδιαφερόμενες χώρες ένα κίνητρο για την παραβίαση στο μέλλον των κανόνων του ΠΟΕ. Χρειάζεται να υπάρχει εν προκειμένω μία ισορροπία ανάμεσα στις ανάγκες προστασίας των ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας του κράτους και της προστασίας των κανόνων του διεθνούς εμπορίου.
(ε) Η επίλυση των διαφορών από την επιβολή των δασμών Τραμπ στο πλαίσιο του ΠΟΕ: ένα (προσωρινό;) αδιέξοδο
Ο ΠΟΕ προέβη σε εκδίκαση ορισμένων υποθέσεων, που αφορούσαν δασμούς οι οποίοι επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρίας Τραμπ, εκδίκαση που κατέληξε σε πρωτόδικες αποφάσεις, οι οποίες αποφάνθηκαν ότι οι εν λόγω δασμοί παραβιάζουν τους κανόνες της GATT/ΠΟΕ[257]. Συγκεκριμένα, πολλές από τις θιγόμενες από τους μονομερείς δασμούς του Τραμπ το 2019 χώρες εξαγωγής χάλυβα και αλουμινίου[258] προσέφυγαν στα δικαιοδοτικά όργανα του ΠΟΕ, με εξαίρεση την Κίνα που προτίμησε να επιβάλλει αντίστοιχους δασμούς στις εισαγωγές αμερικανικών προϊόντων[259]. Τα Panels του ΠΟΕ αποφάνθηκαν ότι οι ΗΠΑ εσφαλμένως επικαλέστηκαν το επιχείρημα της εθνικής ασφάλειας για να στηρίξουν νομικά αυτούς τους δασμούς[260]. Στις παρακάτω γραμμές θα εξετάσουμε τα αίτια της κρίσης, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ, και τις προτάσεις που έγιναν για την υπέρβαση της κρίσης.
(i) Το ιστορικό της κρίσης
Οι ΗΠΑ για πάνω από είκοσι χρόνια είχαν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους σχετικά με τη λειτουργία των οργάνων επίλυσης των διαφορών του ΠΟΕ, και ιδιαίτερα του Εφετειακού Σώματος, στη βάση ότι δεν σέβονταν τους σχετικούς κανόνες του ΠΟΕ. Οι ΗΠΑ αποτελούν το πλέον ενεργό μέλος του ΠΟΕ όσον αφορά την επίλυση των διαφορών, έχοντας παραστεί σε 124 υποθέσεις ως προσφεύγουσες και σε 158 υποθέσεις ως καθ’ ού[261], ενώ συμμετείχαν σε άλλες 175 υποθέσεις ως τρίτο μέρος[262]. Από την αρχή της Προεδρίας Τραμπ, οι ΗΠΑ υποστήριξαν ότι είχαν χάσει σχεδόν όλες τις δίκες στο πλαίσιο του ΠΟΕ, ισχυρισμός που είναι παντελώς αναληθής, αφού οι ΗΠΑ κέρδισαν το 91% των υποθέσεων, στις οποίες συμμετείχαν ως προσφεύγουσες[263].
Σε ένα γενικότερο, περισσότερο πολιτικό, επίπεδο, Αμερικανοί ειδικοί[264] δίδουν τους εξής λόγους απόσυρσης της εμπιστοσύνης των ΗΠΑ στο δικαιοδοτικό σύστημα του ΠΟΕ: τα μέλη των Panels δεν είναι επαρκώς προετοιμασμένα, δεν εξετάζουν ορθώς λόγω προκατάληψης (for bias), στελεχώνονται από γραφειοκράτες, που επιδιώκουν να βελτιώσουν τις δικές τους ουσιαστικές ατζέντες και πραγματοποιούν μυστικές συναντήσεις[265].
Στο καθαρά νομικό πεδίο, τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι ΗΠΑ, προκειμένου να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους ότι το Εφετειακό Σώμα έχει αναπτύξει δραστηριότητες πέραν των επιτρεπομένων από τους κανόνες του ΠΟΕ, είναι οι εξής[266]:
Πρώτο, το Εφετειακό Σώμα παραβίασε επανειλημμένως το άρθρο 17 § 5 της Συμφωνίας Επίλυσης Διαφορών του ΠΟΕ, που προβλέπει ότι οι αποφάσεις (reports) πρέπει να εκδίδονται μέσα σε μία προθεσμία 90 ημερών. Ο μέσος όρος ήταν 149 ημέρες, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έφτασαν και τα πέντε χρόνια. Ο ισχυρισμός αυτός των ΗΠΑ, ενώ είναι καθεαυτός σωστός, δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι δεν έφταιγαν οι καθυστερήσεις του Ε.Σ., αλλά το ότι οι συντάκτες της σχετικής διάταξης δεν είχαν προβλέψει την τεράστια αύξηση των υποθέσεων στα δικαιοδοτικά όργανα του ΠΟΕ, που είχε ως αποτέλεσμα να «πνιγεί» το Εφετειακό Συμβούλιο από αυτές.
Δεύτερο, το Εφετειακό Συμβούλιο παραβίασε επανειλημμένως το άρθρο 17,2 του ΠΟΕ[267], με το να δεχθεί τη συμμετοχή πρώην μελών του σε υποθέσεις που εκδικάστηκαν μετά το πέρας της θητείας τους. Εν τούτοις, ο Κανόνας 15 των Working Procedures του Εφετειακού Σώματος προβλέπει ότι ένα πρώην μέλος του μπορεί να συνεχίσει την εκδίκαση υποθέσεων που δεν ολοκληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του, αν του δοθεί άδεια προς τούτο από το Ε.Σ. Αλλά, σε αυτό αντιτείνεται ότι το Ε.Σ. δεν διαθέτει παρόμοια εξουσία, στο βαθμό που η επιλογή των μελών του Ε.Σ. γίνεται αποκλειστικά από τα μέλη του ΠΟΕ.
Τρίτο, το Ε.Σ. παραβίασε το άρθρο 17,6 του ΠΟΕ, που προβλέπει ότι η δικαιοδοσία του Ε.Σ. περιορίζεται σε νομικά θέματα και νομικές ερμηνείες που έχουν σχέση με τις εκθέσεις των Panels[268]. Οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ότι το Ε.Σ., εξετάζοντας νομικά θέματα και πραγματικά ζητήματα, που είχαν σχέση με το εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, παραβίασε τη δικαιοδοσία του να εξετάζει μόνο νομικά θέματα, αφού τα ζητήματα (πραγματικά και ερμηνευτικά) του εσωτερικού δικαίου αποτελούν θέματα πραγματικά (facts) και όχι νομικά θέματα[269]. Στο επιχείρημα αυτό αντιτάσσεται το γεγονός ότι η ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου δεν μπορεί να αφεθεί στις μονομερείς αντιλήψεις των κρατών, αλλά απαιτείται νομική ανάλυση.
Τέταρτο, το Ε.Σ. έχει παραβιάσει τα άρθρα 3 § 7 και IX § 2 της Συμφωνίας που ιδρύει τον ΠΟΕ[270], με την έκδοση γνωμοδοτήσεων (advisory opinions) για μη-ουσιώδη ζητήματα (non- essential issues) που σχετίζονται με την επίλυση διαφοράς[271]. Το ζήτημα είναι ότι το DSU (Dispute Settlement Understanding) του ΠΟΕ δεν προβλέπει ρητώς ότι το Ε.Σ. μπορεί να εκδίδει γνωμοδοτήσεις, με τις ΗΠΑ να θεωρούν ότι, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία της διάταξης, η ερμηνεία των συμφωνιών του ΠΟΕ μπορεί να γίνεται μόνο από τα κράτη μέλη σε υπουργικές συνδιασκέψεις ή στο Γενικό Συμβούλιο και όχι από τα όργανα επίλυσης των διαφορών.
Πέμπτο, το Ε.Σ. παραβιάζει τους κανόνες του ΠΟΕ όταν ισχυρίζεται ότι μπορεί να εκλαμβάνει τις εκθέσεις του ως δεσμευτικό προηγούμενο (precedent), που πρέπει να ακολουθείται από τα Panels[272]. Το Ε.Σ. θεωρεί ότι το άρθρο 3,2 του D.S.U.[273] υπονοεί ότι το Ε.Σ. θα πρέπει να επιλύει παρόμοια νομικά ζητήματα σε επόμενες υποθέσεις με τον ίδιο τρόπο, εκτός αν υπάρχουν ισχυροί λόγοι για να διαφοροποιηθεί από προηγούμενες αποφάσεις του[274]. Για τις ΗΠΑ, αντίθετα, μόνο τα κράτη μέλη του ΠΟΕ έχουν δικαιοδοσία για ερμηνεία των κανόνων του, ενώ τα δικαιοδοτικά όργανα πρέπει μόνο να επιλύουν τις διαφορές.
Έκτο, το Ε.Σ. παραλείπει να δίδει τις απαραίτητες συστάσεις όταν ορισμένα μέτρα καθίστανται αναποτελεσματικά μετά από τη σύσταση ενός Panel, συστάσεις που προβλέπονται από το άρθρο 19 § 1 του D.S.U. Το Ε.Σ. θεωρεί ότι οι εν λόγω συστάσεις πρέπει να γίνονται με επιλεκτικό τρόπο. Οι ΗΠΑ, αντίθετα, θεωρούν ότι το Ε.Σ. δεν έχει παρόμοια διακριτική ευχέρεια. Στο θέμα αυτό έχει παρατηρηθεί ότι η διατύπωση συστάσεων σε κάθε περίπτωση αποτελεί περαιτέρω επιβάρυνση του ήδη επιβαρυμένου δικαιοδοτικού συστήματος του ΠΟΕ.
Γενική εκτίμηση των παραπάνω διαπιστώσεων είναι ότι οι ΗΠΑ υιοθετούν μία στενή και άτεγκτη ερμηνεία των κειμένων και ένα «νομικισμό» (legalism) αγνοώντας τις πρακτικές δυσκολίες του Μηχανισμού Επίλυσης των Διαφορών (D.S.U.), την ανάγκη για προαγωγή των κανόνων του διεθνούς εμπορίου και του κανόνα δικαίου, καθώς και για πραγματοποίηση δικαιοδοτικών οικονομιών[275].
(ii) Η κρίση του Εφετειακού Σώματος
Οι ΗΠΑ, εν όψει των ανωτέρω, επιδιώκουν, με τη σιωπηρή υποστήριξη ορισμένων κρατών μελών του ΠΟΕ, την αναθεώρηση της όλης διαδικασίας επίλυσης διαφορών του Οργανισμού, ιδιαίτερα δε σε σχέση με την ανάγκη να υπάρχει συναίνεση (consensus) των μελών του ΠΟΕ για ανατροπή των αποφάσεών του Ε.Σ., τη χρησιμοποίηση των αποφάσεων του Ε.Σ. ως «προηγούμενο» και τις καθυστερήσεις σε σχέση με τις προθεσμίες[276].
Η κρίση ξεκίνησε ήδη επί προεδρίας Obarna, το 2006, όταν οι ΗΠΑ έχασαν την υπόθεση «zeroing» (υπολογισμός των περιθωρίων dumping) με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη δήλωση των ΗΠΑ ότι «παρόμοιες ρυθμίσεις είναι έντονα διαβρωτικές για την αξιοπιστία που το Συμβούλιο Επίλυσης των Διαφορών κέρδισε στη διάρκεια των ετών»[277]. Η μέθοδος με την οποία αντέδρασαν οι ΗΠΑ στις εξελίξεις αυτές ήταν να μπλοκάρουν τον ορισμό ορισμένων μελών του Εφετειακού Συμβουλίου.
Πρώτο, η προεδρία Τραμπ μπλόκαρε τον επαναδιορισμό δύο Αμερικανών μελών του Σώματος, με το αιτιολογικό ότι δεν υπερασπίστηκαν τα συμφέροντα των ΗΠΑ σε δίκες που τις αφορούσαν. Επιχείρημα που βρίσκεται σε αντίθεση με τους κανόνες του ΠΟΕ για την επίλυση των διαφορών, όπου προβλέπεται ότι τα μέλη του Ε.Σ. είναι ανεξάρτητα από τις χώρες από όπου προέρχονται[278]. Στη συνέχεια, το μπλοκάρισμα επεκτάθηκε στην εκλογή μελών του Ε.Σ. προερχόμενων από άλλες χώρες, όπως της Κορέας (2016) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2017), ενέργειες που κατακρίθηκαν από σημαντικό μέρος των μελών του ΠΟΕ[279].
Ο επιδιωκόμενος στόχος αυτών των ενεργειών των ΗΠΑ ήταν να ματαιωθούν οι εφέσεις των αποφάσεων των Panels και να μπλοκαριστεί η όλη διαδικασία επίλυσης των διαφορών του ΠΟΕ. Σύμφωνα με τους κανόνες του ΠΟΕ, τα κράτη που διαφωνούν με τις αποφάσεις των Panels, μπορούν να τις προσβάλλουν στο εφετειακό επίπεδο. Στην περίπτωση όμως που η λειτουργία του Ε.Σ. έχει παραλύσει, λόγω μη - εκλογής των μελών του, οι προσφυγές σε αυτό «πέφτουν στο κενό»[280]. Έχει υπολογιστεί ότι μέχρι το 2024, 23 αποφάσεις των Panels έχουν πέσει σε αυτό το «κενό», ενώ αναμένεται να γίνει το ίδιο και για πολλές μεταγενέστερες αποφάσεις των Panels[281].
(iii) Υπάρχει διέξοδος;
Εν όψει της κατάστασης, που αχρηστεύει κατ’ ουσίαν το σύστημα επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ, και κατ’ επέκταση και το ίδιο το σύστημα του ΠΟΕ, έχουν διατυπωθεί ορισμένες προτάσεις που τείνουν να υπερβούν αυτή τη δυσμενή προοπτική[282].
Μία πρώτη πρόταση συνίσταται στην υιοθέτηση αρχών που, κατ’ ουσίαν, αποδέχονται τα αιτήματα των ΗΠΑ: το Ε.Σ. να εκδίδει τις αποφάσεις μέσα σε 90 ημέρες, τα μέλη του πρέπει να παραιτούνται μετά τη λήξη της δεύτερης θητείας του, το Ε.Σ. θα επιλαμβάνεται διαφορών μόνο ανάμεσα στα μέρη στην (πρωτόδικη) δίκη, με τα τρίτα μέρη να μην μπορούν να ασκούν έφεση για λογαριασμό του θιγόμενου κράτους, και, ενώ μπορεί να λαμβάνει υπόψη την έκθεση του Panel, αυτό να μην αποτελεί «προηγούμενο»[283].
Μία άλλη εναλλακτική λύση προέρχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία υπέγραψε, το 2020, συμφωνία με 27 χώρες -ήτοι συνολικά 54 χώρες μέρη[284]- την «Multi-Party Interim Arbitration Agreement» (MPIA)[285], με την οποία τα μέρη συμφωνούν να υποβάλουν τις αποφάσεις των Panels/ΠΟΕ, εν είδει εφέσεως, σε υποχρεωτική διαιτησία[286]. Μέχρι το 2024, η ΜΡΙΑ εξέδωσε δύο τελικές αποφάσεις του ΠΟΕ, ενώ 10 άλλες υποθέσεις —που περιλαμβάνουν μεγάλες εμπορικές δυνάμεις, όπως ο Καναδάς, η Κίνα, η Αυστραλία και η Ε.Ε.- έχουν υποβληθεί στο πλαίσιο της ΜΡΙΑ[287].
Οι ΗΠΑ, από την πλευρά τους, αρνήθηκαν να μετάσχουν στη ΜΡΙΑ, παραλληλίζοντάς την με τη «χειρότερη πρακτική» του Εφετειακού Σώματος[288]. Θα πρέπει πάντως να παρατηρηθεί ότι οι ΗΠΑ δεν είναι έτσι αποξενωμένες από τη δικαιοδοτική επίλυση των εμπορικών δασμών τους, καθ’ ότι έχουν υπογράψει αρκετές πολυμερείς[289] και διμερείς εμπορικές συμφωνίες, οι οποίες περιλαμβάνουν μέτρα επίλυσης των διαφορών. Όσον αφορά τις διμερείς συμφωνίες, αυτές ανέρχονται σε 12[290].
Κλείνοντας την παραπάνω εικόνα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε τελική ανάλυση οι ΗΠΑ δεν έχουν πάντοτε άδικο στην κριτική που ασκούν απέναντι στο δικαιοδοτικό σύστημα του ΠΟΕ. Για τον λόγο αυτό, αρκετές χώρες υποστηρίζουν τις ΗΠΑ στην κριτική αυτή, ταυτόχρονα όμως σημαντικό μέρος από αυτές διαφωνούν με την πολιτική των ΗΠΑ για μπλοκάρισμα της ομαλής λειτουργίας του δικαιοδοτικού συστήματος[291]. Αν και η Κυβέρνηση Τζ. Μπάϊντεν διατηρώντας ταυτόχρονα το «American First» του Τραμπ (της πρώτης θητείας), έδειξε ότι ήταν διατεθειμένη για μία κάπως πιο ευλύγιστη πολιτική, η δεύτερη θητεία του Τραμπ κινείται σε αντίθετη σκληρή γραμμή. Για την ώρα (μέχρι πότε;) το αδιέξοδο θα συνεχιστεί[292].
Συμπερασματικές παρατηρήσεις
Η επιβολή δασμών του Τραμπ, όσο και αν φαίνεται ότι αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία», δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να ανατρέξει κανείς στο πολιτικό και νομικό πλαίσιο τόσο της αμερικανικής έννομης τάξης, όσο και της GATT / Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Βασικό στοιχείο σε αυτές τις δυο έννομες τάξεις υπήρξε, και συνεχίζει να είναι, η έννοια της εθνικής ασφάλειας. Εν τούτοις, το ειδικό βάρος που έχει η έννοια αυτή στην εφαρμογή της στην πράξη κυμάνθηκε διαχρονικά ανάλογα με την κατάσταση των διεθνών σχέσεων κατά την εποχή του Ψυχρού Πολέμου (1947-1990).
Όσον αφορά την αμερικανική έννομη τάξη, υπήρξε, ήδη από τον 19° αιώνα, μία διαμάχη ανάμεσα στη νομοθετική (Κογκρέσο) και εκτελεστική (Πρόεδρος) εξουσία, διαμάχη που κατέληξε τελικά, σε μία ιδιαίτερα ευνοϊκή για την εκτελεστική εξουσία εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε σχέση με τις εξωτερικές εμπορικές σχέσεις και ιδίως με τους δασμούς- ενίσχυση που εντάθηκε από μία de facto επίκληση από την εκτελεστική εξουσία γενικότερων αρμοδιοτήτων, συνταγματικού χαρακτήρα. Σε σχέση με την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής υπήρξε, κατά συνέπεια, μία παράκαμψη στην πράξη της «κλασικής» κατανομής αρμοδιοτήτων ανάμεσα στις δύο εξουσίες, που στηρίζεται στην ύπαρξη των «checks and balances». Η εξέλιξη αυτή διευκολύνθηκε σε μεγάλο βαθμό με την στάση των δικαστηρίων της χώρας, ιδιαίτερα των ανώτερων (Federal Circuit και Ανώτατο Δικαστήριο), τα οποία έδειξαν, ανέκαθεν, μία ευμενή στάση (deference) απέναντι στην εκτελεστική εξουσία όσον αφορά το εξωτερικό εμπόριο και την επιβολή δασμών, στάση που συνεχίστηκε και σε σχέση με τις παλαιότερες, ιδιαίτερα όμως τις πρόσφατες, επιβολές δασμών από την Κυβέρνηση Τραμπ. Ασφαλώς, δικλείδα σε αυτή την ανεξέλεγκτη χρήση των δασμών ως εργαλείου της εξωτερικής πολιτικής από τον Πρόεδρο Τραμπ θα μπορούσε να αποτελέσει η παρέμβαση του Κογκρέσου, το οποίο θα έθετε σαφή όρια στις αρμοδιότητες του Προέδρου και θα αποκαθιστούσε έτσι τη διαταραχθείσα αρχή «checks and balances». Παρόμοια όμως προοπτική δεν φαίνεται στον ορίζοντα, δεδομένου ότι με τις εκλογές του 2024 ο Τραμπ έλεγχε πληροίς και τα δύο Σώματα του Κογκρέσου. Αυτό εξηγεί παράλληλα το ότι ο Τραμπ χρησιμοποίησε περιορισμένα το εργαλείο των δασμών κατά την πρώτη του θητεία (2014-2020), δεδομένου ότι δεν είχε τότε τον πλήρη έλεγχο και των δύο νομοθετικών σωμάτων.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό σχετικά με την επιβολή δασμών στην έννομη τάξη των ΗΠΑ, είναι το γεγονός ότι ο Πρόεδρος δεν νοιώθει να υπάρχει έντονη αντιπολίτευση στο θέμα των δασμών από το Δημοκρατικό κόμμα, το οποίο ουσιαστικά συνέχισε, κατά την περίοδο της Κυβέρνησης Μπάϊντεν (2020-2024), την επιβολή δασμών Τραμπ σε βάρος τρίτων χωρών. Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός ότι η καταιγιστική επιβολή δασμών από τον Τραμπ και οι επιπτώσεις που μπορούν να έχουν στην οικονομική κατάσταση στο εξωτερικό των ΗΠΑ, αλλά και γενικότερα στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, μπορούν να προκαλέσουν αντιδράσεις στο πολιτικό σκηνικό, αλλά μόνο όσον αφορά τους θιγόμενους παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ (Ευρωπαϊκή Ένωση κ.ά.). Σε κάθε όμως περίπτωση, το θέμα της αντιμετώπισης του εμπορικού ανταγωνισμού της Κίνας έχει βρει ενωμένο το πολιτικό προσωπικό της χώρας στο σύνολό του, έτσι ώστε μόνο γενικότεροι φόβοι ως προς τα αποτελέσματα ενός εμπορικού πολέμου με τη χώρα αυτή θα μπορούσαν να μεταβάλλει την πολιτική Τραμπ στο θέμα των δασμών. Έτσι, το μόνο εμπόδιο σε αυτή την πολιτική δασμών θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι κανόνες του διεθνούς δικαίου, και ιδιαίτερα αυτοί του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Εξετάζοντας το θέμα της επιβολής των αμερικανικών δασμών στο πλαίσιο του ΠΟΕ, διαπιστώσαμε ορισμένες σημαντικές εξελίξεις στην πρακτική του, που μεταφράστηκε σε ανάλογη μεταβολή στην ερμηνεία των κανόνων του. Έτσι, η διάταξη του άρθρου XXI της GATT ερμηνεύθηκε από τα θεσμικά όργανα της GATT/ΠΟΕ για δεκάδες χρόνια ότι δίδει «λευκή επιταγή» στα κράτη να υιοθετήσουν οποιαδήποτε μέτρα παραβιάζουν τους βασικούς κανόνες του Οργανισμού όταν κρίνουν, αυτά και μόνον, ότι απειλούνται τα συμφέροντα ασφαλείας. Η στάση αυτή μεταβλήθηκε παράλληλα με την επικράτηση, κατά τη δεκαετία του 1990 και στη συνέχεια, της παγκόσμιας οικονομικής τάξης, που έδωσε την ευκαιρία να στην ανάδυση μεγάλων ή μικρότερων οικονομικών παραγόντων στη διεθνή σκηνή, και γενικότερα σε ένα πολυκερματισμό της οικονομικής εξουσίας διεθνώς, όπως ιδιαίτερα με την παγίωση της Κίνας ως αποφασιστικού παράγοντα στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, και την εμφάνιση και ενδυνάμωση των BRICS. Αυτή η αποδυνάμωση της θέσης των παραδοσιακών οικονομικών δυνάμεων, και πρώτα από όλα των ΗΠΑ, συνετέλεσε στη σταδιακή μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων στο πλαίσιο του ΠΟΕ, και αυτό αντανακλάστηκε και στις αποφάσεις των δικαιοδοτικών οργάνων, που δεν μπορούσαν να παραμείνουν ανεπηρέαστα από τις συντελούμενες εξελίξεις. Έτσι, παρατηρούμε μία σαφή απομάκρυνση της νομολογίας αυτής από το προηγούμενο δόγμα της απόλυτης διακριτικής ευχέρειας των κρατών να αποφασίζουν, και μόνο αυτά, για τη νομιμότητα των δασμών που επιβάλλουν. Ταυτόχρονα, όμως, αυτή η στροφή της νομολογίας δεν μπορεί να κρύψει τα κενά και τις ασάφειες που περιέχουν και που αποτελούν προϊόν της προσπάθειάς τους να «συμβιβάσουν», κατά το δυνατόν, δύο αποκλίνουσες, αλλά εξίσου πραγματικές ανάγκες: αφενός της αναγνώρισης της ζωτικής σημασίας που έχει για τα κράτη, για όλα τα κράτη, το θέμα της προστασίας της εθνικής τους ασφάλειας, και, αφετέρου, της προστασίας της ακεραιότητας του διεθνούς εμπορικού συστήματος, που απειλείται άμεσα, μεταξύ άλλων, από την ανεξέλεγκτη επιβολή δασμών. Έτσι, βλέπουμε την υιοθέτηση από τα δικαιοδοτικά όργανα του ΠΟΕ μιας διπλής προσέγγισης: από τη μία μεριά της «τυπικής» προσέγγισης, που θέτει ορισμένους περιορισμούς σχετικά με την επιβολή δασμών, και από την άλλη της «πρακτικής» προσέγγισης, που «διευκολύνει» τα κράτη σε σχέση με αυτούς τους ίδιους περιορισμούς.
Είναι κάτω από αυτό το πρίσμα των πολιτικών και νομικών εξελίξεων στα πλαίσια του ΠΟΕ που πρέπει να ιδωθεί η επιβολή των δασμών Τραμπ. Παρ’ ότι, όπως αναφέραμε, το δικαιοδοτικό σύστημα του ΠΟΕ έχει μπλοκαρι-
στεί, αφού δεν μπορεί να υιοθετήσει οριστικές και εκτελεστικές αποφάσεις, αυτό δεν εμποδίζει την έκδοση αποφάσεων σε επίπεδο Panels στις πολυάριθμες υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιόν του. Εκτίμηση του γράφοντος είναι ότι, όπως έδειξαν οι τρεις πρόσφατες αποφάσεις των Panels, η ζυγαριά θα κλίνει υπέρ του περιορισμού της διακριτικής ευχέρειας των κρατών να επιβάλλουν δασμούς που παραβιάζουν βασικούς κανόνες του ΠΟΕ, και, κατά συνέπεια, οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν την παράδοση να χάνουν τις υποθέσεις τους ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων του ΠΟΕ (των Panels) ως εναγόμενες, αυτή τη φορά στο θέμα της εφαρμογής των ρυθμίσεων του άρθρου XXI της GATT.
[1]. Για μία πληρέστερη και πλέον πρόσφατη ενημέρωση για αυτά τα στοιχεία, βλ. «Tariff in the second Trump administration», Wikipedia https.7/en.\vikipedia. org/w/index.php? (τελευταία στοιχεία μέχρι την 12η Μαΐου 2025).
[2]. J. Reddy, Reality check: what Trump's supposed retreat really means in a historic trade war, Politico, 10.4.2025.
[3]. Βλ. P. Taddonio, Trump's tariff strategy can be traced back to the 1980's PBS, 6.5.2019.
[4]. J. Bhagwati, D. Irwtn, The reforms of the reciprocations - U.S. trade policy today, World Economy, 1987, σ. 117.
[5]. Βλ. V. Mosati, The WTO Agreement in government procurement: a necessary evil in the legal strategy for development of the poor countries, University of Pensylvania Journal of International Economic Law, 2004, σ. 628.
[6]. M. Price, How Trump justifies his tariff-from budget balancing to protecting «the soul» of America, Assoc. Press News, 6.3.2025.
[7]. Βλ. Sprunt, Trump: U.S., Mexico reach deal to avoid new tariffs, NPR, 7.6.2019. Ως συνέπεια αυτής της απειλής, το Μεξικό συμφώνησε να παρατάξει 15.000 στρατιώτες στα σύνορα με τις ΗΠΑ, και άλλους 6.500 στα σύνορα με τη Γουατεμάλα. «Mexico deploys nearly 15.000 troups to the U.S. border», NN. Wire-Fox 59 (24.6. 2019).
[8]. K. Harris, U.S. calls off tariffs on Canadian aluminum-for now, C.B.C. News, 15.9.2020.
[9]. Περίπτωση της εταιρείας John Deere. Βλ. «Tariffs in the second Trump administration», Wikipedia, ό.π., υποσ. (1), σ. 2.
[10]. S. Colltnson, Trump floats ending the federal income tax. Here's what that could mean, CNN (26.10. 2024J. Στο ίδιο μήκος κύματος, 23 βραβευμένοι με Νόμπελ οικονομολόγοι επεσήμαναν ότι οι πολιτικές του Τραμπ, περιλαμβανομένων και των υψηλών δασμών που πρότεινε, θα οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές, ευρύτερα ελλείμματα και μεγαλύτερη ανισότητα. R. Picciotto, Highter prices, larger deficits: 24 Nobel prize winning economists slam Trump agenda, endorse Harris, CBS News' 4.12.2024.
[11]. S. Horsley, Trump imposes new tariff on imports from Mexico, Canada and China in new phase to trade war. NPR, 1.2.2025.
[12]. E. Green. D. Ljunggren, Canada, Mexico nor subject to new global rates as fentanyl tariff still in place, Reuters, 2.4.2025.
13. K. Breuninger, Trump says Mexico, Canada tariffs will start March 4, additional 10% on China, CNBC, 27.2.2025.
[14]. N. Sherman, Trump launches plan to target countries with new tariffs, BBC News, 23.2,2025.
[15]. «We are all waiting for a reply». Countries say White House hasn't responded on tariffs talks, Politico, 8.4.2025.
[16]. Μία αξιοσημείωτη εξαίρεση ήταν αυτή της Μ. Βρετανίας, παραδοσιακού συμμάχου των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, οι δύο χώρες συμφώνησαν να καταργήσουν, οι μεν ΗΠΑ τους δασμούς σε βάρος των βρετανικών εξαγωγών μετάλλων και αυτοκινήτων, η δε Μ. Βρετανία τους δασμούς επί των αμερικανικών εξαγωγών βοδινού και αιθανόλης, τουλάχιστον στο πλαίσιο ορισμένων ποσοστώσεων, αλλά ταυτόχρονα διατήρησαν τους υπόλοιπους υπάρχοντες δασμούς ύψους 10%. «U.S. and U.K. agree deal slashing Trump tariffs on cars and metals», www.bbc.com 8.5.2025. To ύψος αυτό των δασμών, 10%, θα επιβάλλεται, σύμφωνα με δηλώσεις του Τραμπ, σε όλες τις χώρες, ακόμα και μετά την πραγματοποίηση διαπραγματεύσεων. Βλ. S. Woodhouse, Trump says 10% tariff baseline unless «exceptional offer made», Bloomberg News, 9.5.2025.
[17]. A. Pichee, Trump reveals these 2 new types of tariffs on what he calls Liberation Day, CBS News, 2.4.2025.
[18]. A. Hutzler, Trump explains dramatic revel on tariffs: people getting «a little afraid», Reuters, 14.4.2025.
[19]. A. Bao, China strikes back with 125% tariffs on U.S. goods as trade war intensifies, CNBC, 11.4.2025.
[20]. J. Lalljee, Trump pauses reciprocal tariffs, but these ones are still in effect, Axios, 9.4.2025.
[21]. C. B. Lalljee, China trade deal: White House partially cut tariffs on Shein, Temu packages, Axios, 12.5.2025.
[22]. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά την περί του αντιθέτου εικόνα που δημιουργείται από τα ΜΜΕ, η επιβολή δασμών και άλλων μέτρων για λόγους εθνικής ασφάλειας, σε σχέση με την επιβολή δασμών και άλλων περιορισμών στο εξωτερικό εμπόριο έχει στις ΗΠΑ ένα διακομματικό χαρακτήρα, αφού και οι δύο Κυβερνήσεις -Τραμπ, Μπάϊντεν- ακολούθησαν την ίδια πολιτική, ιδιαίτερα απέναντι στην Κίνα. Έτσι, λ.χ. ο Τραμπ επέβαλε κατά την προεδρία του δασμούς ύψους 200 δισ. $ στην Κίνα (βλ. παρακάτω, υποσ. 69), με τη διάδοχη Κυβέρνηση Μπάϊντεν να διατηρεί τους περισσότερους, τουλάχιστον από αυτούς τους περιορισμούς. Βλ, σχετικά, D. Lynch, Why Biden hasn't killed Trump's China tariffs and made imports cheaper, Washington Post, 20.5.2022, M. Cerny, R. Truex, Under pressure, attitudes towards China among American foreign policy professionals, Princeton University-Department of Political and International Affairs, Working Paper (2024). Cf. A. Coaley, D. Nexon, Trump's anti-liberal order: how America First undercuts America’s advantage, Foreign Affairs, 2025, σ. 17.
[23]. Βλ. R. Cass, National security, trade and China: risks and responses in the Internet age, Federalist Society Review, 2019, σ. 162 επ.
[24]. Μ. Pinchis-Paulsen, Κ. Saggi, P. Mavroidis, The national security excepion at the WTO: should it be a matter of when members can avail of it? What about Ηοme?, World Trade Review, 2024, σ. 271.
[25]. Ό.π., σ. 273.
[26]. Ibid.
[27]. Η International Trade Commission αποτελεί ανεξάρτητη Αρχή επιφορτισμένη με θέματα εξωτερικού εμπορίου, στην οποία μπορούν να προσφύγουν ιδιώτες θιγόμενοι από εισαγωγές, και να κάνει σχετική εισήγηση στον Πρόεδρο των ΗΠΑ. Βλ., λ.χ., J. Ide, Circumventing statutory limitations: potential legal challenges to President Biden's solar tariffs proclamation, Federal Circuit Bar Journal, 2024, σ. 218 επ.
[28]. U.S. International Trade Commission, Crystalline Silicon Photovoltaic Sell, 82 Fed Reg. 55393-94 (31.10. 2017).
29. Μ. Platzer, U.S. Solar Photovoltaic Manufacturing Trends, Global Competition, Federal Support, Congressional Research Service, R.45.509, σ. 14.
[30]. Σημειωτέον ότι, παρά την επιβολή των αυξημένων δασμών, όχι μόνο δεν προστατεύθηκαν οι εγχώριοι παραγωγοί, αλλ’ αντίθετα οδηγήθηκαν, σχεδόν όλοι, στο κλείσιμο των επιχειρήσεων τους. Βλ. Μ. Singh, U.S. Solar photovoltaic manufacturing, Congress Research Service, R 47093 (2022). Παρ' όλα αυτά, ο Πρόεδρος Μπάϊντεν επεξέτεινε τους δασμούς για ακόμα τέσσερα χρόνια, ό.π., σ. 14-15.
[31]. Proclamation Ν° 10414, S7 Fed. Reg. 35067, 3506S (9.6.2022). Βλ. σχετικά, J. Ide, ό.π., σ. 215 επ.
[32]. J. Gladvsz, Transnational security exception in WTO law: emerging jurisprudence and future direction, Georgetown Journal of International Law, 2021, σ. 837.
[33]. Ιδιαίτερα, με πρωτοβουλία των ΗΠΑ, επί κυβερνήσεως Bush, μετά τα γεγονότα των «Δίδυμων Πύργων» (2001). Βλ. Ρη. Zalikow, The transformation of national security, National Int., 1.3.2003, <https://perna.ee/FP8P-FWA1>
[34]. I.Berston Heath, The new national security challenge to the economic order, Yale Law Journal, 2020, σ. 1036.
[35]. Ο Τραμπ επικαλέστηκε την εθνική έκτακτη ανάγκη (emergency), προκειμένου να αντιμετωπιστούν ορισμένες όψεις του COV1D-19. Βλ. Executive Order Ν° 13916, 85 Fed. Reg. 22951 (18.4.2020). Cf. G. Goitein, COVID-19 special edition Part I: Who's on charge? il emergency powers real and imagined: how President Trump used and failed to use presidential authority in the COVID-19 crisis, Journal of National Security Law & Policy, 2020, σ. 27.
[36]. Η. Η. Koh, The Tramp administration and international law, 2018, σ. 22-23.
[37]. Οι ΗΠΑ λ.χ. αντιμετωπίζουν την προοπτική να επιβάλουν περιορισμούς στις εισαγωγές από κινεζικές εταιρείες (Huawer, ΖΤΕ) παραγωγούς τηλεπικοινωνιακών και σχετικών προϊόντων, δεδομένου ότι οι εταιρείες αυτές (ιδιωτικού χαρακτήρα) είναι υποχρεωμένες από τους κινέζικους νόμους να παρέχουν πρόσβαση του κράτους σε ιδιωτικές επικοινωνίες και να συνεργάζονται πλήρως με την Cyberspace Administration της Κίνας. Βλ. R. Cass, National security trade, and China: risks and responses in the Internet age, The Federalist Society Review, 2019, σ. 162 επ., 165. Ανάλογη είναι η περίπτωση των εισαγόμενων στις ΗΠΑ από την Κίνα ηλεκτρικών αυτοκινήτων (EVs). Το 2024, η Κυβέρνηση Μπάϊντεν διεξήγαγε έρευνα σχετικά με το αν η τεχνολογία που χρησιμοποιείται από τα εν λόγω αυτοκίνητα αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ και αν μπορεί έτσι να δικαιολογήσει περιορισμούς (κυρίως απαγόρευση εισαγωγής τους). Βλ. D. Ganz, The China challenge: excluding Mexican/Chinese EVs from the United States, American University International Law Review, 2024, σ. 73 επ., 108.
[38]. Executive Order, N° 13.581, 76 Fed. Reg. 44.757 (27.6.2011).
39. Executive Order, N° 12.078, 60 Fed. Reg. 54.579 (21.10.1995).
[40]. Executive Order, N° 13.818, 82 Fed. Reg. 60.839 (20.12.2020).
[41]. National Security Strategy, White House (Febr. 2015), <http://obama whitehouse.archives.gov/sites/ defauIt/files/does/ 2016_national_security_strategy_2. pdf. Ας σημειωθεί πάντως ότι ο Πρόεδρος Τράμπ δεν θεωρεί την κλιματική αλλαγή ως λόγο εθνικής ασφάλειας. Βλ. J. Allen, D. Victor, Opinion. Despite what Trump say's, climate change threatens our national security, N. York Times, 7.3.2019.
[42]. Βλ. τη δήλωση του Ντ. Τραμπ: « We will defend our people, our nation and our civilization from all who dare to threaten our way of life». Βλ. Α. Preston, President Trump national security tariffs. That is not as strange as it sound, Washington Post, 17.8.2018.
[43]. Πρόκειται για νόμο των ΗΠΑ (2024), με τον οποίο ζητείται από την video-sharm Tic-Tok, είτε να κόψει δεσμούς με την (κινεζική) μητέρα εταιρεία Byte Dance, είτε να υποστεί απαγόρευση σε εθνικό επίπεδο. Όπως έκρινε το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, το Tic-Tok συνέλεξε μεγάλες ποσότητες προσωπικών δεδομένων (ηλικία, τηλεφωνικά νούμερα, διευθύνσεις στο Δια-δίκτυο, επαφές σε κοινωνικά δίκτυα και ακριβείς διευθύνσεις πολλών χρηστών. Βλ. Μ. Park, A fear of ideas? Social media, foreign influence and national security in the new area of Great Powers competition, Fordham Intellectual Property, Media and Entrainment Law Journal, 2025, σ. 244 επ., 248.
[44]. Η Κίνα υιοθέτησε, το 2015, νόμο με τον οποίο περιλαμβάνει στην εθνική ασφάλεια πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά, πολιτιστικά και τεχνολογικά θέματα. Βλ. C. Cai, Enforcing a new national security? China's national security law and international law, Journal of East Asia and Internationa! Law, 2017. σ. 66. Και γενικότερα, βλ. J. Βenton Heath, The new national security challenge to the economic order, Yale Law Journal, 2020, σ. 1020 επ., 1034 επ.
[45]. Για τα αντίμετρα στο διεθνές δίκαιο, βλ. Ο. Elagab, The legality of non-forcible countermeasures in international law, 1988. Cf. Y. Matsui, Countermeasures in the international legal order, Japanese Annual of International Law, 1994, σ. 1 επ.
[46]. D. Knoll, The impact of security concerns upon international economic law, Syracuse Journal of International Law & Commerce, 1984, σ. 577.
[47]. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της επιβολής μονομερών κυρώσεων οικονομικού χαρακτήρα από τρίτα, μη-άμεσα θιγόμενα, κράτη, όταν αυτή η επιβολή πραγματοποιείται για λογαριασμό της διεθνούς κοινωνίας στο σύνολό της. Βλ. άρθρα για τη διεθνή ευθύνη των κρατών, άρθρο 54 και γενικότερα, L.-A. Sicilianos, Countermeasures in response to grave violations of obligations owned to the international community, στο: J. Grawford, A. Pellet, J. Oleson (ed.). The law of international responsibility, Oxford, 2010, σ. 1145 επ.
48. Η. Schoemann, S. Ohlhoff, «Constitutionilization» and dispute settlement in the WTO: national security as an issue of conference, American Journal of International Law, 1999, σ. 426.
49. Βλ. Statement made by the U.S before the UNGA Third Committee, A/C3/70/SR. 52 (2011.2015), § 32.
[50]. Βλ. Statement made by the Ε. 11. before the UNGA Third Committee, A/C.2/60/SR.33 (2.12.2005), § 13, και Statement on the halt ofthe E.U. before the UK Second Committee, A/C.2/62/SR 28 (16.11.2007), § 30.
[51]. Βλ. Afro-Asian Legal Consultative Organization, Extraterritorial application of national legislation: sanctions imposed against third State's, 2014, 22 <httpi//www. aalco.int/53rd. session/extraterritorial%2024.pdf.22>
[52]. Βλ. γενικότερα, A. Hofer, The development/developing divide on multilateral measures: legitimate enforcement or illegitimate intervention? Chinese Journal of International Law, 2017, σ. 184-185.
53. Για μίασυνοπτική συζήτηση της μέχρι σήμερα νομικής κατάστασης της διαφοράς αυτής, βλ. Α. Μπρεδήμα, Οι κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ κατά της Ρωσίας για τον πόλεμο στην Ουκρανία. Πολιτικές, θεσμικές και νομικές όψεις, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2025, σ. 48-49.
[54]. Άρθρο I § 1.
[55]. Άρθρο 1 § 8, εδ. 3. Βλ. αναλυτικότερα, Congress Research Service, Over view of foreign commerce clause, Constitution Annotated, https://constitution. congress.gov/browse/essay/artl-S8-C3-8-l/ALDE_000 01057.
56. Άρθρο 1 § 8, εδ. 1.
[57]. Η. Shapiro, L. Brainard, Trade promotion authority formerly known as fast track: building common ground on fade demands more than a name change, George Washington International Law Review, 2003, σ. 6.
[58]. Κ. Claussen, Τ. Meyer, Economic security and the separation of powers, University of Pensylvania Law Review, 2024, σ. 1961.
[59]. Ibid.
[60]. Trading with the energy Act {1917), 50 USC §§ 4301-36.
[61]. K. Claussen, T. Meyer, ό.π., σ. 1962.
62. Βλ. Μ. Hiskok, The magic bulled? The RTAA, institutional reform and trade liberalization, International Organization, 1999, σ. 669.
[63]. Public Law, Nο 93-618, 88 Stat. 1978,2001 (1975).
64. Ό.π., § 102 (α).
65. Κ. Claussen, Τ. Meyer, ό.π., σ. 1964-1965.
[66]. § 301, 19U.S.C. § 241.
[67]. Βλ. Κ. Claussen, Response. Our trade law system, Vanderbilt Law Review. En. Ban, 2020, σ. 209.
68. Κ. Claussen, Τ. Meyer, ό.π., σ. 1969.
[69]. Woongchan Yum, In re section 301 cases: what does the super statute really says?, Houston Business and Tax Law Journal, 2024. σ. 43 επ.
[70]. Βλ. Woongchan Yum, ό.π., σ. 50 επ.
71. Ό.π., σ. 52-56.
[72]. Βλ. Μ. Amiti, S, Redding, D. Weinstein, The impact of the 2018 tariffs on prices and welfare, Journal of Economic Perspective, 2019, σ. 192 επ.
[73]. Woongchan Yum, ό.π., σ. 58 επ.
[74]. Υπάρχουν και δύο άλλα νομοθετικά κείμενα, τα οποία όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ για την επιβολή δασμών. Πρόκειται, αφενός, για τη Section 122 του Trade Act το 1974, που εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρο των ΗΠΑ να υιοθετήσει μέτρα, περιλαμβανομένων και δασμών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν μεγάλα και σοβαρά ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών (19 U.S.C. § 2132)· και αφετέρου για τη Section 338 του Trade Act τον 1930, που αναθέτει στον Πρόεδρο να επιβάλλει δασμούς σε προϊόντα εισαγωγής στις ΗΠΑ από χώρες οι οποίες κάνουν διακρίσεις σε βάρος του αμερικανικού εμπορίου με διάφορους τρόπους (19 U.S.C. § 1338). Έχει υποστηριχθεί ότι η Section 338 έχει χρησιμοποιηθεί από τις ΗΠΑ με έμμεσο τρόπο, δηλαδή ως μοχλός για τις διαπραγματεύσεις με τρίτες χώρες. Βλ. I. Veroneau, C. Gibson, Presidential tariff authority. American Journal of International Law. 2017, o. 958. Και γενικότερα, για τα δύο αυτά νομοθετήματα, βλ. C. Zirpoli, Congressional and presidential authority to impose import tariffs, Congressional Research Service R 48435 (27.2.2025), σ. 15-18, https://crsreports.congress.gov.
[75]. 19 U.S.C., § 1862.
[76]. Βλ. παραπάνω, κείμενο υποσ. (11). Cf. R. Ferer, Section 232 of the Trade Expansion Act of 1962, Congressional Research Service, IF 10665.
[77]. 19 U.S.C., § 1862 (b) (1) (A).
[78]. C. Zirpoli, ό.π., σ. 10.
[79]. 4 F. 4th 1306 (Fed. Cir. 2021), cert, denied, 142 S. Ct. 1414 (2022).
[80]. Prime Source Building Product, 59 F. 4th.
81. Ό.π., § 1262.
[82]. Ως «παράγωγα» προϊόντα (derivative products) χαρακτηρίστηκαν τα σύρματα (staplets) χάλυβα.
[83]. Ό.π., § 1257 και 1262.
84.American Institute for International Steal ν United States, 806 F. App 982 (Fed. Cis. 2020).
85. Βλ. παραπάνω, κείμενο υποσ. (83).
[86]. American Institute, ό.π., § 983-986.
[87]. Ibid.
[88]. Βλ. αναλυτικότερα, Κ. Claussen, Τ. Meyer, ό.π., υποσ. (58), σ. 1971.
[89]. U.S. Constitution, art I, § 8, cl. 1.
90. K. Claussen, T. Meyer, ό.π., σ. 1972.
[91]. Tik Tok, Inc. v. Trump, N° 20-5381 (D.C. Cir.) 2021, W.L. 147108.
[92]. In re Section 301 Cases, 570, F. Supp. 3d 1306 (Court of International Trade, 2022).
[93]. K. Claussek, T. Meyer, ό.π., σ. 1973.
[94]. Κ. Claussen, Trade's Mini-Deals, Virginia Journal of International Law, 2022, σ. 315 επ., 320.
[95]. Όπως λ.χ. στην περίπτωση σύναψης συμφωνιών για εγκατάσταση αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στο εξωτερικό. Βλ. σχετικά, Α. Μπρεδήμα, Η σύναψη των διεθνών συμφωνιών από τη σκοπιά του διεθνούς και συνταγματικού δικαίου. Η περίπτωση των συμφωνιών Ελλάδας-ΗΠΑ για τις βάσεις (1953/1983/1990), Αθήνα, 1996, σ. 52 επ.
[96]. Κ. Claussen, Τ. Meyer, ό.π., σ. 1973-1974.
[97]. Ό.π., σ. 1974.
[98]. Ibid.
[99]. Public Law 93-618 §201, 88 Stat 2011 (19U.S.C. G. 2251). Βλ. σχετικά, C. Zirpoli, ό.π., σ. 11 επ.
[100]. «Ασφαλιστικές ρήτρες» υπάρχουν στο σύστημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, ιδιαίτερα δε η Συμφωνία για τα μέτρα διασφάλισης. Βλ., μεταξύ άλλων, Α. Sykes, The WTO agreement on safeguards: a commentary, Oxford, 2006. Cf. A. Μπρεδήμα, Οι συμφωνίες για μέτρα διασφάλισης στο: Α. Φατούρος, Κ. Στέφανου (επιμ.), Οι Συμφωνίες του Γύρου της Ουρουγουάης για το διεθνές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών, Αθήνα, 1995, σ. 305 επ.
[101]. Βλ. Office of the U.S. Trade Representative, Section 201 investigation, <https://ustr.gov/issue-areas/ enforcement/section-201-investigations>
[102]. 762 F. 2d 86 (Fed. Cir. 1985).
[103]. Πριν ακόμα από αυτή την απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο (Supreme Court) των ΗΠΑ, με την απόφασή του στην υπόθεση Chevron USA Inc. v. National Resources Defense Council, Inc. (467 U.S. 837) (1984) δέχθηκε να δώσει ένα βαθμό ευμένειας (deference) σε υπηρεσίες της Εκτελεστικής εξουσίας σε σχέση με την ερμηνεία διφορούμενων όρων στους νόμους που εφαρμόζουν. Όμως, το ίδιο δικαστήριο, με πιο πρόσφατη (2024) απόφασή του (Loper Bright Enterprises v. Raimondo (603 U.S., 412), ανέτρεψε την παραπάνω απόφαση, θεωρώντας ότι τα δικαστήρια πρέπει να ασκούν την ανεξάρτητη απόφασή τους όταν αποφασίζουν αν μία υπηρεσία έδρασε στο πλαίσιο της εκ του νόμου αρμοδιότητας της ... και δεν μπορούν να δείξουν ευμένεια σε μία ερμηνεία της υπηρεσίας, επειδή και μόνο ο νόμος είναι διφορούμενος. Ibid.
[104]. 762 F. 2d 86 (Fed. Cir. 1985), σ. 89.
[105]. 352 F. 3d 1351 (Fed. Cir. 2003). Το Δικαστήριο θεώρησε, εφαρμόζοντας τη Section 201, ότι η ΙΤΕ πρέπει να δίδει μία εσωτερική συνεκτική εξήγηση για τα συμπεράσματα που διατύπωσε.
[106]. 892 F. 3d 1340 (Fed. Cir. 2018).
[107]. 86 F. 4,h 885 (Fed. Cir. 2023).
[108]. 603 U.S. 369 (2024).
[109]. 467 U.S. 837(1984).
[110]. Ibid.
[111]. Solar Energy Indus., ό.π., υποσ. (107), § 1351.
[112]. J. DOHERTY, International trade cases to watch1, mid-year report, Law, 13.8.2024.
[113]. Βλ. Τη. Beline el al, Is trade special? Trade law and deference after Lopez Bright, αναφερόμενο από τον C. Zirpoli, ό.π., υποσ. (74), σ. 6, υποσ. (69).
[114]. Public Law 93-618 § 301, 88 St 2411. Βλ. σχετικά, C. Zirpoli, ό.π., σ. 13. Cf. Woongchan, Yum, ό.π., υποσ.(69), σ. 43 επ.
[115].Ο USTR αποτείνει μέρος του Εκτελεστικού Γραφείου του Προέδρου των ΗΠΑ.
[116]. 19 U.S.C. §241 (a), (b).
[117].Notice of action and request for public comment concerning proposed determination of action pursuant to Section 301: China's acts, policies, and practices related to technology transfer and innovation, 88 Fed. Reg. 28710 (20.6.2018).
[118].Office of the U.S. Trade Representative, Section 301 investigations <http://ustr.gov/issue-areas/enforcement/section-301-investigattons>
[119]. Βλ. σχετικά, D. Gantz, The China challenge: excluding Mexican / Chinese EVs from the United States, American University International Law Review, 2024, σ. 81.
[120].C. Zirpoli, ό.π., σ. 14.
[121].In re Section 301 cases. Βλ. Woongchan, Yum, ό.π., υποσ. (69), σ. 44.
[122]. C. Zirpoli, ό.π., σ. 15.
[123].Ibid.
[124].Public Law, N° 95-223, § 202 (9), 91 Stat. 1625.
[125].50 U.S.C. § 1601-1657. Ο νόμος αυτός υιοθετήθηκε με σκοπό να ελεγχθούν οι εξουσίες του Προέδρου των ΗΠΑ σε σχέση με τις έκτακτες καταστάσεις (emergencies), προβλέποντας ότι οι Διακηρύξεις έκτακτης ανάγκης πρέπει να επικαλούνται τη ΝΕΑ, προκειμένου να είναι έγκυρη. Βλ. J. Ide, ό.π., υποσ. (27), σ. 227.
[126]. Η ΙΕΕΡΑ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1979 σε σχέση με την κρίση των Ομήρων της Τεχεράνης, και έκτοτε εφαρμόστηκε σε αρκετές περιπτώσεις εθνικής ανάγκης. Βλ. C. Casey et al, The International Emergency Economic Powers Act: origins, evolution and use, Congressional Research Service, Report R 45618, σ. 17.
[127].Βλ. C. Zirpoli, ό.π., σ. 18-19.
[128].Κ. Claussen, Τ. Meyer, ό.π., υποσ. (58), σ. 1967.
[129].In re Section 301 Cases, 628 F Supp. 3d. Βλ. αναλυτικότερα, Woongchan, Yum, ό.π., υποσ. (69), σ. 42 επ.
[130]. Για μία γενικότερη κριτική των αποφάσεων αυτών του Court of International Trade, βλ. Woongchan, Yum, ό.π., σ. 50 επ.
[131].Βλ. V. Mosati, The WTO Agreement on government procurement: a necessary evil in the legal strategy for developmentof the poor countries, University of Pensyhania Journal of International Economic Law, 2004, σ. 628.
[132].F. Parisι, N. Chei, The role of reciprocity in international law, Cornell International Law Journal, 2003, σ. 44.
[133]. E. Decaux, La riciprocite en droit international, Paris, 1980, σ. 266 επ.
[134]. Βλ. λ.χ., σε σχέση με την Ελλάδα, Ελλάδα-Κίνα (1929, κυρώθηκε με το ν. 4478/1930, ΦΕΚ Α' 58), Ελλάδα-Περσία (1931, κυρώθηκε με τον. 5181/1931, ΦΕΚΑ' 250).
[135]. Η αμοιβαιότητα προβλέπεται σε εκείνες τις πολυμερείς συνθήκες, οι οποίες είναι επιδεκτικές «διμεροποίησης» των σχέσεων των μερών τους, όπως συμβαίνει λ.χ. στις συμφωνίες GATT/ΠΟΕ ή στη Σύμβαση της Βιέννης για τις διπλωματικές σχέσεις. Και γενικότερα, είναι σύνηθες το φαινόμενο όπου πολυμερείς συνθήκες γίνονται αντιληπτές ως «δέσμη» διμερών δεσμεύσεων. Βλ, J. Pauwelyn, A typology of multilateral treaty obligation: are WTO obligation bilateral or collective in nature?. European Journal of International Law, 2003, σ. 907 επ. Cf. C. Tams, Enforcing obligations erga omnes in international law, Cambridge, 2005, σ. 64.
[136]. Βλ. Ε. Denza, Diplomatic law. Commentary on the Vienna Convention on diplomatic relations, 4nd ed., Oxford, 2016, σ. 406 επ.
[137]. Βλ. A. Lowenfeld, International Economic Law, 2nd ed., Oxford, 2008, σ. 59.
[138]. Όταν με πολυμερή διεθνή συνθήκη οργανώνεται ολόκληρο σύστημα σχέσεων, η αμοιβαιότητα είναι διάχυτη στο όλο σύστημα και δύσκολα μπορούμε να την απομονώσουμε στη μία ή την άλλη σχέση, Eμμ. Ρούκουνας, Διεθνές Δίκαιο, 4η έκδ., Αθήνα, 2021, σ. 113. Η αμοιβαιότητα μπορεί να είναι διάχυτη (diffuse) με αμοιβαία οφέλη που πορεύονται αθροιστικά ή στη διάρκεια του χρόνου, παρά να υπάρχει σε κάθε περίπτωση. Βλ. J. Ruggie, Multilateralism: the anatomy of an institution, International Organization, 1992, σ. 571.
[139]. Η αρχή της αμοιβαιότητας στο πλαίσιο του ΠΟΕ επιτυγχάνεται μόνο άπαξ, καιά τη διάρκεια των εμπορικών διαπραγματεύσεων. Όπως έχει χαρακτηριστικά λεχθεί: «Reciprocity becomes a dead letter the day after concluding the original negotiation», βλ. Β. Hoekman, P. Mavroidis, Preventing the bad from getting worse: the end of the World (Trade Organization) as we know it?, European Journal of International Law, 2021, σ. 757-758.
[140]. Chr. Isidere, Trump to Europe: buy more of our oil and gas or face tariffs, CNN Business, 20.12.2024, <https:www.cnncom/2020/J2/20/economy/trump.europe -oil-and-gas-tariffs/index.html>.
[141]. J. Rankin, Tariffs, EU’s “carrot and stick” policy under Trump presidency, The Guardian, 16.1.2025.
[142]. Βλ. γενικά για τις εξαιρέσεις αυτές, Α. Μπρεδήμα, Α. Γουργουρίνη, Το Δίκαιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2015, σ. 184-185.
[143]. Για την έννοια και έκταση της διάταξης αυτής, βλ. Α. Μπρεδήμα, Α. Γουργουρίνη, ό.π., σ. 50 επ.
[144]. Για την αρχή αυτή, βλ. V. Tzevelekos, Vers la reconnaissance d'un droit a l'autoprotection? Entre le droit et la politique, Revue Generate de Droit International Public, 2008, σ. 297 επ.
[145]. Για τις προπαρασκευαστικές εργασίες στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, βλ. Υ. Le Bouthiller, Article 32. Supplementary means of interpretation, στο: Ο. Corten, P. Κlein, (eds.), The Vienna Convention on the Law of Treaties A Commentary, v. II, Oxford, 2011, ό.π., σ. 852 επ.
[146]. Βλ. αναλυτικά. Μ. Hahn, Vital interests and the law of GATT: an analysis of GATT'S security exception, Michigan Journal of International Law, 1991, σ. 165.
[147]. Ibid.
[148]. Ό.π., σ. 568.
[149]. Ibid.
[150]. Ό.π., σ. 857 επ. Με τη διαπίστωση αυτή συνάδει και η παρατήρηση ότι: «Since Article XXI was intended to create a legal obligation, it must be interpreted in a way that the final decision does not test with the party invoking national security». D. Akande, S. Williams, International adjudication on national security issues: what role for the WTO?, Virginia Journal of International Law, 2003, σ. 399-400.
[151]. Υ. Le Bouthiller, ό.π., σ. 855.
[152]. Βλ. R. Alford, The self-judging security exception, 2011, σ. 701, 706 επ.
[153].Για τη μεταγενέστερη πρακτική των κρατών ως μέσο ερμηνείας των διεθνών συνθηκών, βλ. G. Distefano, La pratique subsequente des Etats Parties a un traite, Annuaire Frangais de Droit International, 1994, σ. 41 επ.
[154].J. Jackson, Word trade and the law of GATT, 1969, σ. 749.
[155]. Οι άδειες αυτές στοχεύουν στην αποφυγή εξαγωγών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης προϊόντων, που θα μπορούσαν να συμβάλλουν σημαντικά στο στρατιωτικό δυναμικό αυτής της περιοχής. Για τις ΗΠΑ, η επιβολή αδειών για αγαθά που φαίνονταν να προορίζονται για ειρηνική χρήση, στην πραγματικότητα είχαν στρατιωτική εφαρμογή. Βλ. Reply of the vice chairman of the U.S. Delegation to the speech of the Head of the Tchechoslovak Delegation under item 14 on the agenda, σ. 4, <http://sol-derivatives.stanford, edu/derivotive? C.N.D.:903?0196&media Type:application/pdf>
[156]. Sulbid.
[157]. Ο Τσεχοσλοβάκος αντιπρόσωπος υποστήριξε ότι το άρθρο XXI θα πρέπει να ερμηνεύεται με στενό τρόπο, αλλιώς κάθε τί Θα μπορούσε να αποτελέσει ένα εν δυνάμει στοιχείο πολέμου, Statement by the Head of the Tchechoslovak Delegation to item 14 of Agenda (30.5.1949), σ. 6, <bttp: //www.vvto.org/gatfy/_does/ English/SiiLDF/90320183.pdr>.Στο επιχείρημα αυτό, ο αντιπρόσωπος των ΗΠΑ αντέταξε ότι οι άδειες αφορούσαν μόνο 200 προϊόντα από ένα συνολικό αριθμό 3.000 προϊόντων ανάμεσα στις δύο χώρες.
[158]. Contracting Parties to the GATT, Basic Instruments and Selected Documents, Supp. N° 12, 1961, σ. 196. Σημειωτέον ότι, ενώ η Γκάνα προειδοποίησε ότι, αν χρειαστεί, θα επικαλεστεί την εξαίρεση ασφάλειας του άρθρου XXI, το μόνο μέτρο στο οποίο προχώρησε, μετά την είσοδο της Πορτογαλίας στην GATT, ήταν η επίκληση του άρθρου XXXV της GATT (opt-out clause) κατά της Πορτογαλίας, στο οποίο η τελευταία απάντησε με τον ίδιο τρόπο. Βλ. Accession of Portugal, Invocation of Article XXXV, 12/1364 (10.5.1962). Για την opt-out clause, βλ. R. Αlford, ό.π., σ. 726 επ.
[159].Η. Hann, ό.π., σ, 671. Σημειωτέον ότι η σχετική νομοθεσία των ΗΠΑ πρόβλεπε ότι δεν θα χορηγείται άδεια εισαγωγής ζάχαρης από οποιαδήποτε χώρα, παρά μόνο αν η χώρα αυτή βεβαιώσει ότι δεν πραγματοποιεί εισαγωγές ζάχαρης από την Κούβα, προκειμένου να την επαναξαγάγει στις ΗΠΑ, ό.π., σ. 571, υποσ. (61).
[160]. Αν και το εμπάργκο των ΗΠΑ κατά της Κούβας δεν εγέρθηκε ενώπιον της GATT, εντάσσεται στην ίδια κατηγορία εξαιρέσεων. Βλ. D. Knoll, The impact of security concerns upon international economic law, Syracuse Journal of International Lawand Commerce, 1984, σ. 591.
[161]. Βλ. αναλυτικότερα, Η. Hahn, ό.π., σ. 572-573.
[162]. Ibid.
[163]. Για τη διαφορά αυτή, βλ. R. Perl, The Falkland islands dispute in international law and relations, London, 1983. Cf. D. Gibran, The Falklands war: Britain versus the past in South America, 1998.
[164]. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ισχυρίστηκε ότι η άσκηση αυτών των δικαιωμάτων δεν απαιτεί ούτε γνωστοποίηση, ούτε δικαιολόγηση, ούτε έγκριση, και αυτό επιβεβαιώνεται από τα 35 χρόνια εφαρμογής της Γενικής Συμφωνίας, GATT Council, Minutes of Meeting in the Centre William Rapport on May 7 1982, C/M/159 (22.6. 1982), σ. 12.
[165]. Πράγματι, η Ευρωπαϊκή Ένωση επικαλέστηκε κανόνες έξω από το κανονιστικό πλαίσιο της GATT, δηλαδή έξω από το άρθρο XXI, σημειώνοντας απλώς ότι η ίδια ρύθμιση υπάρχει στην εν λόγω διάταξη.
[166]. Η. Hahn, ό.π., υποσ. (146).
[167]. Η. Hahn, ό.π., σ. 573. Βλ. λ.χ. την παρέμβαση της Βραζιλίας, η οποία παρατήρησε ότι είναι δύσκολο να δεχθεί ότι οι χώρες μέλη της Ε.Ε. -πλην του Ηνωμένου Βασιλείου- συμμετείχαν στις κυρώσεις κατά της Αργεντινής για προστασία των δικών τους ουσιωδών συμφερόντων ασφαλείας. Βλ. Gatt Council, ό.π., υποσ. (164), σ. 5.
[168]. Η. Hahn, ό.π., σ. 574.
[169]. Οι χώρες αυτές ήταν, ως επί το πλείστον, Δυτικές χώρες (πλην Σιγκαπούρης και Φιλιππίνων), περιλαμβάνουν δε τις 10 χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ. GATT Council, ό.π., σ. 7-11.
[170]. Αργεντινή, Βραζιλία, Κούβα, Ουρουγουάη, Πακιστάν και Πολωνία, ό.π., σ. 2-9.
[171]. Κολομβία, Δομινικανή Δημοκρατία, Ισημερινός, Περού, Τσεχοσλοβακία, Ινδία, Ινδονησία, Ρουμανία, Ισπανία, Γιουγκοσλαβία και Ζαΐρ, ό.π., σ. 4-9.
[172]. Η. Hahn, ό.π., σ. 594. Σημειωτέον ότι άλλοι συγγραφείς θεωρούν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών της GATT θεώρησαν ότι το εμπάργκο ενέπιπτε στα «εγγενή δικαιώματα» του Ηνωμένου Βασιλείου. Βλ. P. Alford, ό.π., σ. 711.
[173]. Αντ’ αυτού, το Συμβούλιο της GATT εξέδωσε, μεταγενέστερα, απόφαση με την οποία ενθάρρυνε τα κράτη μέλη να υιοθετούν μεγαλύτερη διαφάνεια όταν επικαλούνται το άρθρο XXI. GATT Council, Decision concerning Article XXI of the GeneralAgreement, 4/5426 (2.12.1982).
[174]. Βλ. αναλυτικά, Η. Hahn, ό.π., σ. 575 επ. Cf. D. Knoll, ό.π., υποσ. (31), σ. 598 επ., R. Whitt, The politics of procedure: an examination of the GATT dispute settlement panel and the Article XXI defense in the context of the U.S. embargo of Nicaragua, Law and Policy in International Business, 1987, σ. 603 επ.
[175]. To Panel ανέφερε ότι σύμφωνα με υπολογισμούς της Γραμματείας της GATT, σχεδόν το 99% των εισαγωγών της Νικαράγουα από τις ΗΠΑ ήταν αντικείμενο δεσμεύσεων από τη Γενική Συμφωνία. Panel Report, § 3.3.
[176]. Από τα 43 κράτη που παρέστησαν στο Συμβούλιο, 19 θεώρησαν ότι το άρθρο XXI ήταν «self-ijudging» (Αυστραλία, Καναδάς, Ισλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Σουηδία, Ελβετία, ΗΠΑ και τα 10 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης), 10 κράτη υποστήριξαν ότι το άρθρο αυτό δεν ήταν «self-ijudging» (Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή, Κούβα, Τσεχοσλοβακία, Ινδία, Ινδονησία, Νικαράγουα, Περού και Ισπανία), ενώ 15 χώρες δεν εξέφρασαν γνώμη επί του θέματος (Αυστρία, Κίνα, Κολομβία, Κόστα Ρίκα, Δομηνικανική Δημοκρατία. Αίγυπτος, Φινλανδία, Ουγγαρία, Τζαμάϊκα, Μεξικό, Πολωνία, Ρουμανία, Τρινιντάντ και Τομπάγκο. Ουρουγουάη και Γιουγκοσλαβία), GATT Council, ό.π.
[177]. GATT Council, Minutes of meeting (29.5.1985), GATT Doc. C/M/188, (28.6.1985), §§ 2, 4.
[178]. Ό.π.,§ 7.
[179].H. Hahn, ό.π., σ. 576.
[180]. GATT Council, ό.π., C/M/188, § 13.
[181]. Νικαράγουα, ό.π., § 3. Cf, αντίστοιχες θέσεις της Ινδίας, Κούβας, Πολωνίας και Τσεχοσλοβακίας, ό.π., § 5.16.
[182].GATT Council, Minutes of meeting held October JO, 1985, GATT Doc. C/M/192 (24/10.1985), §§ 5-6.
[183]. Όπως έχει παρατηρηθεί, ενώ η απόφαση του Panel δεν υιοθετήθηκε ποτέ, και έχει περιορισμένη νομική αξία, εν τούτοις αποκαλύπτει την opinio juris ενός κράτους μέλους με επιρροή στον ΠΟΕ (ΗΠΑ) σε σχέση με το άρθρο XXI. Βλ. P. Mavroidis, The regulation of international trade, v. 1, GATT, MIT Press, σ. 482 επ.
[184]. Ibid.
[185]. Cuban liberty and Democratic Solidarity (Libertad) Act of 11996, Pub. l. 104-14, 110 Sbat 785. Για το νόμο αυτό, βλ., μεταξύ άλλων, L. Gierbolini, The Helms-Burton Act; inconsistency with international law and irrationality at their maximum, Journal of Transnational Law and Policy, 1997, σ. 505 επ.
[186].Βλ. σχετικά, R. Datta, J. Boscorial, GATT Article XXI, Helms-Barton and the continuing abuse of national security exception, Canadian Business Law Journal. 1977, σ. 405 επ. Cf. R. Brown, Revisting national security in an interdependent world: the GATT Article XXI defense after Helms-Burton, Georgetown Law Journal, 1997, σ. 405 επ.
[187]. Βλ. γενικότερα, R. Alford, ό.π., υποσ. (152), σ. 716-718. Cf. A de Vries, European sanctions against the Federal Republic of Yugoslavia from 1998 to 2000: a special exercise in targeting, στο: D. Cortright, G. Lopez (eds.), Smartsanctions: targeting economic statecrafts, 2002, σ. 91 επ.
[188].Communication from Yugoslavia, Trade measures against Yugoslavia for non-economic reasons, L/6945 (26.11.1991), § 2, <http:www.org/gatt_docs/English/ SULPDF/91600027.pdf>
[189]. Ibid.
[190]. Statement by the Delegation of the European Communities, Trade measure taken against Yugoslavia for non-economic reasons, h/6950 (10.12.1991), <http:// www.wto.org/gatt_docs/English/SULPDF/91600140.pde>
[191]. Σημειωτέον ότι το αίτημα της Γιουγκοσλαβίας κατατέθηκε στην GATT μετά τον Απρίλιο 1989, όταν το Συμβούλιο υιοθέτησε μία ενδυναμωμένη διαδικασία επίλυσης των διαφορών, με κύριο χαρακτηριστικό ότι στο νέο σύστημα υπάρχει αυτόματη συγκρότηση Panel χωρίς το καθ’ ου κράτος να μπορεί να εναντιωθεί. Βλ. για την αλλαγή αυτή, GATT Council Decision of 12 April 1989, Improvements to the GATT Dispute Settlement Panels Procedures, L/6489 (13.4.1989), σημ. 3-4 <http: //www.wto.org/gatt_does/English/SULPDF/91420188. pdf>. Μέχρι τότε, το καθ’ ου κράτος (συνήθως οι ΗΠΑ), μπορούσαν είτε να αρνηθούν τη συγκρότηση Panel, είτε να την αποδεχθούν υπό τον όρο ότι το Panel δεν θα εξέταζε και δεν θα έκρινε την βασιμότητα ή το κίνητρο (motivation) της επίκλησης του άρθρου XXI. Αυτό το τελευταίο επέλεξαν οι ΗΠΑ στην υπόθεση Νικαράγουα, μπλοκάροντας έτσι την υιοθέτηση της έκθεσης του Panel. ό.π., σ. 11.
[192]. Βλ. GATT Council, Minutes of Meeting held in the Centre William Rappard on March 19, 1992, C/M/255 (10.4.1992), σημ. 14-18 <http:ww.wto.org/gatt_does/ English/SULPDF/91610102.pdf>
[193].Ό.π., σημ. 14-15.
[194]. Panel Report, Measures concerning traffic in transit, WT/DS 512/R and Act of Ϊ (26.4.2019), DSR 2019 VIII. 195 Russia-Traffic in Transit, ό.π., § 7, 134.
[195]. Russia-Traffic in Transit, ό.π., § 7, 134.
[196]. Για τη διάταξη αυτή και την πρακτική της GATT, βλ. GATT, Analytical Index, σ. 214 επ.
[197].Η απουσία αυτή μιας διάρθρωσης οφείλεται στο γεγονός ότι η Ρωσία υποστήριξε ότι το άρθρο XXI ήταν εξ ολοκλήρου «self-judging» και, ως εκ τούτου, δεν χρειαζόταν να δικαιολογήσει τις πράξεις της στη βάση ενός ουσιώδους συμφέροντος ασφαλείας, J. Gladysz, The national security exception in WTO law: embracing jurisprudence and future direction, Georgetown Journal of International Law, 2021.
[198]. Όπως ανέφερε ο εκπρόσωπος των ΗΠΑ στην εναρκτήρια δήλωση του ενώπιον του Panel, οι δασμοί που επιβλήθηκαν δυνάμει της Section 232 μπορούν να στηριχτούν στις διατάξεις του άρθρου XXI (β) (iii). Βλ. Response of the United States to the Panels Additional Questions to the Parties, United States-Certain Measures on Steel and Aluminum Product, §§ 50-52, WT/DS 544 (22.9.2020).
[199]. Βλ. First Written Submission by the European Union, United States, Certain Measures on Steel and Aluminum Products, §§ 24-25, 570-576, WTV DS 548 (1.5. 2019). Σημειωτέον ότι οι επίσημες θέσεις των ΗΠΑ στο πλαίσιο των εργασιών του Panel δεν έχουν δημοσιευθεί, αλλά προκύπτουν, ως ένα βαθμό, από τα κείμενα άλλων συμμετεχόντων, και ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βλ. I. Bogdanova, Adjudication of the GATT security class: to be or not ίο be, this is the question. World Trade Institute, Working Paper N° 01/219, σ. 3.
[200]. Gladysz, ό.π., σ. 860.
[201]. Ibid.
[202]. Panel Report, Saudi Arabia-Measures concerning the protection of intellectual property, WT/DS 567/8 (16.6.2020).
[203]. Ό.π., § 7.145, 7.136-137.
[204]. Ό.π., § 3.3-3.4.
[205]. Ό.π.. § 7.242.
[206]. Ό.π., § 7.280-7.282.
[207]. Ό.π., § 7.288.
[208]. Ό.π., § 7.289.
[209]. Panel Report, United States-Origin Marking Requirement, YDS 597/R and Add. 1 (21.12.2022), appealed (26.1.2023).
[210]. Ό.π., § 7.29-7.31.
211. Ibid.
[212]. Ό.π., § 7.88-7.89.
[213]. Βλ. παρακάτω, κείμενο υποσ. (246-253).
[214]. Βλ. P. Grivelli, Μ. Princhis-Paulsen, Separating the political from economic: the Russia-Traffic in Transit Panel report, European University Institute, Working Paper R.S.C. 2021/14, σ. 22.
[215]. Όπως επισημαίνει ο J. Gladysz, ό.π., σ. 861, «... the sort of strategic ambiguity demonstrated by the Russia and Saudi Arabia cases may best the WTO has to offer...».
[216]. Sweden-Import restrictions on certain footwear, GATT Doc. 1/4250 (17.11. 1975).
[217]. Ό.π., σ. 1.
[218]. Η περίπτωση της Σουηδίας παραμένει μέχρι σήμερα ως το παράδειγμα της κατάχρησης της εξαίρεσης ασφάλειας. Βλ. Κ. Pelc, Making and bending international rules. The design of exceptions and escape clauses in trade law, Cambridge, 2016, σ. 120. Cf. R. Bhala, National security and international trade law: what the GATT says, and what the United States does, Univer- sity of Pensylvania Journal of International Economic Law, 1998, σ. 273, που χαρακτηρίζει τα επιχειρήματα της Σουηδίας ως «outrageous and causes a slippery slope».
[219]. Βλ. P. Mavroidis, ό.π., σ. 481.
[220]. Russia Traffic in Transit, ό.π., § 7.131-132.
[221]. L/5424 (29.11.1982), 298/9, 11.
[222]. Ουρουγουάη, Περού, Ισημερινή Κολομβία, Δομινικανή Δημοκρατία, Κούβα, Κ. Pelc, ό.π., σ. 104.
[223]. Σιγκαπούρη, Φιλιππίνες, Βραζιλία, Κ. Pelc, ό.π., σ. 104-105.
[224]. CM/191,a 41,46.
[225]. C/M/188, σ. 4.
[226]. Tη Νικαράγουα υποστήριξαν πολλές λατινοαμερικανικές χώρες, αλλά όχι μόνο: Ουρουγουάη, Αργεντινή, Κολομβία, Κούβα, Περού, Τρινιντάντ και Τομπάγκο, Μεξικό, Νιγηρία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Γιουγκοσλαβία, Γουινέα, Πολωνία, Ινδία και Τανζανία.
[227]. C/M/191, σ. 41, 46. Οι ΗΠΑ ώθησαν τη στάση τους στα άκρα, υποστηρίζοντας ότι οποιαδήποτε αναθεώρηση που θα απέβλεπε στον περιορισμό των δικαιωμάτων εθνικής ασφάλειας μιας χώρας «... could even threatens the existence of GATT as a multilateral trade agreement and a trade organization», Minnies of meeting held in the Center William Rappard on November 5-6, 1986, GATT C/M/204, 9.
[228]. L/69.48.
[229]. C/M/264, σ. 3.
[230]. Panel Report, Russia-Traffic in Transit, § 7.138.
[231]. Ό.π., § 7.122-7.123.
232. Panel Report, Uniled-States-Certain Measures on Aluminum Products, WT7 DS 546/R. Add.l and Suppl. 1 (9.12.2022), appealed (26.1.2023).
[233]. Ό.π., § 7.161.
[234]. Ό.π., § 7.161.
[235]. Ό.π., § 7.162-7.163.
[236]. Βλ. αναλυτικά, παρακάτω, υποσ. (277-278).
[237]. Γιατί στο ουσιαστικό επίπεδο, τα εν δυνάμει προσφεύγοντα κράτη θα απέφευγαν ενδεχομένως να προχωρήσουν τη δικαιοδοτική διαδικασία ακόμα και στον πρωτόδικο βαθμό (Panel), εν όψει του ότι κάτι τέτοιο δεν θα κατέληγε σε ουσιαστικά νομικά αποτελέσματα.
[238]. Βλ. παρακάτω, κείμενο υποσ. (271). Ας σημειωθεί ότι στο άρθρο 11 του Συστήματος Επίλυσης των Διαφορών προβλέπεται ότι: «ένα Panel θα πρέπει να κάνει μία αντικειμενική εκτίμηση του υλικού ενώπιόν του, περιλαμβανομένης και μιας αντικειμενικής εκτίμησης των γεγονότων της υπόθεσης, και την εφαρμοστικότητα και συμμόρφωση με τις σχετικές καλυπτόμενες συμφωνίες». Βλ. για τη διάταξη αυτή, Υ. Matsushita et al, The World Trade Organization, Law, practice, and policy, 3nd ed., Oxford, 2015, σ. 106.
[239]. J. Bacchus, S. Lester, The role of precedent and the role of the Appellate Body, Journal of World Trade, 2020, σ. 183 επ. Cf. Μ. C. Andrade, Precedent in the WTO: retrospective reflections for a prospective dispute settlement mechanism, Journal of International Dispute Settlement, 2020, σ. 262 επ.
[240]. Βλ. Τ. Payosova, G. Hufbauer, J. Schott, Dispute settlement crisis in the World Trade Organization: causes and cures, Peterson Institute for International Economic Policy Brief, Ή° 18-5, 2018.
[241]. Βλ. παραπάνω, κείμενο υποσ. (6).
242. Βλ. παραπάνω, κείμενο υποσ. (76).
[243]. Συνήθως η Κίνα αντιδρά απέναντι στην επιβολή (ή αύξηση) δασμών από τις ΗΠΑ με την υιοθέτηση αντιμέτρων. Μόνο πρόσφατα η Κίνα προσφεύγει στα δικαιοδοτικά όργανα του ΠΟΕ. Βλ. C. Bown, Trump ended WTO dispute settlement. Trade remedies are needed to fix it, Peterson Institute for International Economics, Working Paper, Jen. 2022, σ. 12.
[244]. Οι διαβουλεύσεις (consultations) αποτελούν υποχρεωτικό προκαταρκτικό στάδιο της δικαιοδοτικής διαδικασίας του ΠΟΕ, που στοχεύουν στο να δώσουν στα μέρη την ευκαιρία να συζητήσουν τη διαφορά και να διαπραγματευθούν μία λύση στο θέμα. Βλ. S. Lester, Β. Mercorto, Α. Davies, World Trade law. 3nd ed., Hart, 2018, σ. 154.
[245]. Βλ. για το θέμα αυτό, P. Grivelli, Μ. Pinchis-Paulsen, ό.π., υποσ. (214), σ. 5.
[246]. First Written Submission of the United States, United States-Certain measures on steel and aluminum products, WT/DS 548 (22.6.2019).
[247]. Βλ. Τ. Miles, Adjudicator says any security defense of U.S. auto tariffs at WTO «very difficult», Reuters (25.5.2019).
[248]. Βλ. αναλυτικά, J. Gladysz, ό.π.. υποσ. (197), σ. 857 επ.
[249]. Βλ. Τ. Voon, Testing the limits of WTO exceptions, East Asia Forum, 14.6.2023. https://www.eastasiaforum.urg/2024/06/14/testing-the-limits-of-security-exceptions/
[250]. J. Thomson, U.S. imposes tariffs an aluminum from Canada, BBC News 13.12.2022, <https:www.bbc. com/news/busi-Tiess-63920063>
[251]. Βλ. γενικότερα, Symposium: International trade in the Trump era, Yale Journal of international Law, 2018.
[252]. Βλ. J. Gladysz, ό.π., σ. 852.
[253]. Statement by the United States at the meeting of the WTO Dispute Settlement Body, 29.10.2018, 43.
[254]. Για την ύπαρξη ορισμένων εναλλακτικών λύσεων σε αυτή την κρίση, βλ. παρακάτω, κείμενο υποσ. (281) επ.
[255]. D. Ideson, U.S. trade laws and the sovereignty canard, Forbes, 9.3.2017.
[256]. Βλ. J. Gladysz, ό.π., σ. 858-859.
[257]. Τ. Voon, Can international trade law recover? The security exception in WTO law entering a new era, AJIL Unbound, 2019, σ. 47. Για τις υποθέσεις αυτές (DS 544, DS 552, DS 556, DS 543), βλ. WTO, Website disputes chronology, web page https://www. wto.org/english/ treto-e/dispu_statiis_e_htm
[258]. Τα κράτη αυτά είναι: Ινδία, Καναδάς, Ευρωπαϊκή Ένωση, Μεξικό, Νορβηγία, Ρωσία, Ελβετία και Τουρκία.
[259]. Βλ. Symposium, Yale J.I.L., ό.π., υποσ. (251).
[260]. Τ. Voon, ό.π., υποσ. (249).
[261]. I. Schwarz, Full Lou Dobbs interview: Trump asks what could the more take than CDS, NBC, ADC and CNN?, Real Clear Politics (25.10. 2017), <http:
[262]. Ένα κράτος μέλος του ΠΟΕ έχει το δικαίωμα να συμμετέχει σε δίκες ανάμεσα σε τρίτα κράτη. Το άρθρο 10 § 2 του Dispute Settlement Understanding προβλέπει ότι οποιοδήποτε μέλος του ΠΟΕ, που έχει ουσιώδες ενδιαφέρον σε ένα θέμα ενώπιον του Panel και έχει γνωστοποιήσει εγκαίρως αυτό το ενδιαφέρον, μπορεί να ακουστεί από το Panel και να υποβάλει γραπτά υπομνήματα σε αυτό. Για τη διάταξη αυτή και τη σχετική νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων του ΠΟΕ, βλ. Ρ, Van den Bossche, W. Zdouc, The law and policy of the World Trade Organization, 4th ed., Cambridge, 2017, σ. 275-276.
[263]. Για μία αναλυτική συζήτηση του θέματος ποιοι είναι οι κερδισμένοι και ποιοί οι χαμένοι από την εφαρμογή του συστήματος επίλυσης των διαφορών του ΠΟΕ, βλ. Hoekmak, P. Mavroidis, Μ. Salustre, Informing WTO reform dispute settlement performance, 1995-2020, Journal of World Trade, 2021, σ. 21 επ.
[264]. Ο A. Wolft, υπήρξε αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του ΠΟΕ, και ο R. Lighthizer ήταν ο μελλοντικός United States Trade Representative.
[265]. Dispute Settlements in the WTO; Hearing before the Subcommittee on International trade of the Committee on Finance, United States Senate, One hundred sixth Congress, Second session, v. 4, 2000.
[266]. Για μία αναλυτική παρουσίαση αυτών των επιχειρημάτων, βλ. Sh. Guo, Q. Kong, A holistic approacli to WTO dispute settlement mechanisms reforms U.S. demands and the restoration of the Appellate Body, Asian Journal of WTO and International Health Policy, 2024, σ. 320-325. Cf. D. Aronofsky, Global trade dispute settlement and how to service the WTO Appellate Body crisis quite nicely, South Western Journal of International Law, 2024, σ. 324 επ., 338 επ. Οι παραπάνω αναφορές βασίζονται στο: Office of the United States Trade Representative. U.S. views on the functioning of the WTO Dispute Settlement System. Issue areas-enforcement <https://iistr.gov/inve-areas/enforcement/us-views-function-ing-wto- dispute-settlement-system>.
[267]. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι το Σώμα Επίλυσης Διαφορών DSB) ορίζει πρόσωπα για να υπηρετήσουν στο Εφετειακό Σώμα για μία θητεία τεσσάρων ετών, και κάθε πρόσωπο μπορεί να επαναοριστεί για μία μόνο φορά.
[268]. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, μία έφεση θα περιορίζεται σε θέματα δικαίου που καλύπτονται από την έκθεση των Panels και από νομικές ερμηνείες που αναπτύσσονται από το Panel. Βλ. γενικότερα, P. Van den Bossche, W. Zdouc, ό.π., υποσ. (262), σ. 238.
[269]. Βλ. Office of the United States Trade Representative, United States-Laws, regulation and methodology for calculating damping margin («zeroing»), Recourse to article 22. 6 of the DSU by the United States, 2020.
[270]. To άρθρο IX, 2 θεσπίζει ότι η Υπουργική Συνδιάσκεψη, το Γενικό Συμβούλιο του ΠΟΕ θα έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα για την υιοθέτηση αυθεντικής ερμηνείας των κανόνων του ΠΟΕ. Αυτή η αυθεντική ερμηνεία διαφέρει από τις «διευκρινίσεις» (clarifications) των κανόνων αυτών από τα Panels και το Εφετειακό Σώμα. Βλ. αναλυτικά, P. Van den Bossche, W. Zdouc, ό.π.,σ. 190 επ.
[271]. Ως παράδειγμα, ο U.S. Trade Representative δίνει την υπόθεση «China-Measures affecting trading rights and distribution services for certain publication and audiovisual entertainment practice», WTO Doc. WT/DS 363/ AB/R (19.1.2010) και 336-337. Στην υπόθεση αυτή, το Ε.Σ. συζήτησε τη διαθεσιμότητα του άρθρου XX (α) της GATT υπό μία υποθετική κατάσταση ότι ορισμένα μέτρα δεν ήταν απαραίτητα στην έννοια αυτής της διάταξης. Από τη στιγμή όμως που το Ε.Σ. συμφώνησε με το Panel στο θέμα της ανάγκης (necessity), δεν χρειαζόταν να γίνει περαιτέρω συζήτηση στη βάση του άρθρου XX (α).
[272]. Βλ. J. Bacchus, S. Lester, ό.π., υποσ. (139), σ. 183 επ.
[273]. Το άρθρο 3,2 του DSU εξασφαλίζει «ασφάλεια και προβλεψιμότητα» (security and predictability) του πολυμερούς εμπορικού συστήματος. Η χρησιμότητα του «προηγούμενου» δημιουργεί πράγματι παρόμοια ασφάλεια δικαίου και συντελεί στην ανάπτυξη σχετικών κανόνων εθιμικού χαρακτήρα στο πεδίο των διεθνών εμπορικών σχέσεων, βλ. Sh. Guo, Q. Kong, ό.π., σ. 322.
274. D. Aronofsky. ό.π., σ. 345-346.
[275]. Α. Rathorb, Α. Bajpai, The World Trade Appellate Body crisis: how we can got here and what lies ahead?, JURIS News, 14.4.2020 <https://www.jurist.org/commeTitary/2020/04/raihore-bajpai-wto-appellate-body-crisis>
[276]. Βλ. Shuaj Guo, Qungjiang Kong, ό.π., σ. 328.
[277]. Office of the United States Trade Representative, United States laws, regulations and methodology for calculating dumping margins («Zeroing») - Recourse to article 22.6 of the DSU by the United States, 2020.
[278]. Βλ. Sh. Guo, Q. Kong, ό.π., σ. 323.
[279]. A. Rothore, A. Bajpai, ό.π.
[280]. Βλ. WTO, Dispute settlement: Understanding on rules and procedures governing the settlement of dispute. Annex 2 of the WTO Agreement
[281]. WTO, Dispute settlement: Appellate Body, https://www.wto/english/tratop_e/appelIate_body_ e.htm
[282]. Προτάσεις για τη βελτίωση του συστήματος επίλυσης των διαφορών του ΠΟΕ είχαν υποβληθεί ήδη από το 1998 από αρκετές χώρες (Ε.Ε., ΗΠΑ κ.ά.), που είχαν όμως περισσότερο «τεχνικό» χαρακτήρα, αν και ορισμένες από αυτές έθιγαν πολιτικά ευαίσθητα θέματα, βλ. P. Van den Bossche. W. Zdouc, ό.π., σ. 295.
[283].Shuai Guo, Qungjiang Kong, ό.π., σ. 334-337.
[284]. Έχοντας ως μέλη 54 από τα 154 μέλη του ΠΟΕ, περιλαμβανομένων και των δύο μεγαλύτερων οικονομικών/εμπορικών δυνάμεων (Ευρωπαϊκή Ένωση, Κίνα), η ΜΡΙΑ έχει χαρακτηριστεί ως ένα «Εφετειακό Σώμα» μείον τις ΗΠΑ). Βλ. Κ. Hopewell, EU the new kingpin in global trade order (15.7.2021), <https://www. lowginstitute.org/the-interpreter/eu-new-kingpin-global -trade-order>.
[285]. Κείμενο στο: WTO Plurilaterals, http://wtopliurilaterals.info/plural_initiative (the-impia). To άρθρο 25 της GATT επιτρέπει με ρητό τρόπο τη διαιτησία. Βλ. J. Pauwelyn, The WTO's Multi-Party Interim Appeal Arbitration Arrangement (MPIA): what's new? World Trade Review, 2023, σ. 693 επ.
[286]. Εν τούτοις, θα πρέπει να υπάρχει συναίνεση των μερών για την υποβολή της διαιτησίας. Το άρθρο 25 της GATT επιτρέπει με ρητό τρόπο τη διαιτησία διαφορών ανάμεσα στα κράτη μέρη ως ένα υποκατάστατο για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς, εφόσον τα μέρη συμφωνούν σε αυτό.
[287].Βλ. για αυτές τις αποφάσεις D. Aronofsky, ό.π., σ. 347, υποσ. (82) και (83).
[288].WTO, Dispute settlement: Panels established to review Indian tech tariff, Japanese export restrictions, E.U. palm oil measure (29.7.2020), https://www./wto.org/ English/news_e/nesw20_e/dsd_20__e_htm
[289]. Η βασική πολυμερής εμπορική συμφωνία, όπου μετέχουν οι ΗΠΑ είναι η NAFTA (North Atlantic Free Trade Association) και η διάδοχός της USMCA (United States Mexico and Canada Agreement). Για τις συμφωνίες αυτές και το σύστημα επίλυσης των διαφορών που υιοθετεί, βλ. Μ.Angeles Villarreal, The United States-Mexico-Canada Agreement (USMCA), 2023. Μία άλλη πολυμερής εμπορική συμφωνία είναι ηCentral America Free Trade Agreement, που περιλαμβάνει, πλην των ΗΠΑ, τις επτά χώρες της Κεντρικής Αμερικής.
[290]. Συμφωνίες με Αυστραλία, Μπαχρέιν, Χιλή, Κολομβία, Ισραήλ, Ιορδανία, Κορέα, Μαρόκο, Ομάν, Παναμά, Περού και Σιγκαπούρη.
[291]. Αναφερόμενο από τον D. Aronofsky, ό.π., σ. 347-348.
[292]. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά την 13η Υπουργική Διάσκεψη (Ministerial Conference) του ΠΟΕ (26/2-2.3.2024), παρά τις λεκτικές βεβαιώσεις των κρατών μελών για αναμόρφωση του Οργανισμού, δεν υπήρξε καμία πρόοδος. Αντίθετα, την ίδια περίπου χρονική περίοδο, ο U.S. Trade Representative μπλόκαρε την 73η απόπειρα για επανεκκίνηση της διαδικασίας εκλογής των μελών του Εφετειακού Συμβουλίου του ΠΟΕ. Βλ. World Trade Organization, Members updated on progress in dispute settlement reform talks in run-up to MC 13 (26.1.2024).