Χρ. Μ. Μιχαηλίδου: Η ανάγκη αναθεώρησης της εξαίρεσης της διαιτησίας στον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια

73
2025
05

 

Η ανάγκη αναθεώρησης της εξαίρεσης της διαιτησίας 

στον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια* 

Χρυσούλας Μ. Μιχαηλίδου,

Δικηγόρου, Δ.Ν. (Heidelberg) 

 

I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 

Η διαιτησία, ως εναλλακτικός μηχανισμός επίλυσης διαφορών και η προσφυγή στα δικαστήρια, ως παραδοσιακή επιλογή για την επίλυση διαφορών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: ΕΕ), θεωρούνται από καιρό, ότι ανήκουν σε παράλληλους κύκλους[1]. Η διαιτησία εκτός από εθνικά νομοθετήματα[2] ρυθμίζεται από διεθνείς συμβάσεις με πιο γνωστή την Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958 για την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων (κυρώθηκε με το ν.δ. 4220/ 1961, ΦΕΚ Α΄ 173). Απεναντίας, οι διασυνοριακές διαφορές σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις διέπονται από τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ια (εφεξής: ΚανΒρΙα)[3] και τους προκατόχους του, ήτοι τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ι (εφεξής: Καν ΒρΙ)[4] και την Σύμβαση των Βρυξελλών (εφεξής: ΣΒρ)[5]. Μάλιστα, οι διατάξεις του ως άνω καθεστώτος των Βρυξελλών εξαιρούν τη διαιτησία από το πεδίο εφαρμογής του[6]. Με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο, κατέστη σαφές, ότι οι δύο αυτοί τομείς μπορούν να αλληλεπικαλύπτονται, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα, τα οποία δεν επιλύονται από το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο[7]. Τα προβλήματα αυτά περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, το ζήτημα της εγκυρότητας των διαιτητικών συμφωνιών, τις παράλληλες διαιτητικές και δικαστικές διαδικασίες και την επακόλουθη εκτέλεση διαιτητικών και δικαστικών αποφάσεων, που μπορεί να θεωρηθούν ασυμβίβαστες.

Αυτή η «δύσκολη» αλληλεπίδραση μεταξύ διαιτησίας και δικαστικών διαδικασιών αποτελεί επομένως θέμα έντονου διαλόγου στην ΕΕ. Διάφορα πιθανά ζητήματα κατέστησαν σαφή υπό το φως της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: ΔΕΕ), η οποία ανέδειξε πολλά από τα προβλήματα που προκύπτουν στο μεταίχμιο της διαιτησίας και της δικαστικής διεκδίκησης. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός, ότι οι αποφάσεις του Δικαστηρίου δεν οδήγησαν σε πολλές διευκρινίσεις, αλλά, αντίθετα, φαίνεται ότι συχνά δημιουργούν περισσότερες αμφιβολίες. Η σύγχυση αυτή κορυφώθηκε το 2022, με την περίφημη απόφαση London Steam-Ship Owners[8], η οποία έθεσε για άλλη μια φορά στο επίκεντρο ορισμένα κενά της ισχύουσας νομοθεσίας.

Αν και η προηγούμενη νομολογία σχετικά με την εξαίρεση της διαιτησίας δεν οδήγησε σε σημαντικές αλλαγές στο καθεστώς των Βρυξελλών, η συνεχιζόμενη ροή υποθέσεων υποδηλώνει ότι είναι απαραίτητες αναθεωρήσεις προκειμένου να εξασφαλιστεί ένα σαφές νομικό πλαίσιο, καθόσον το ισχύον νομικό καθεστώς μπορεί να υπονομεύσει τη νομική ασφάλεια στην ΕΕ και, ως εκ τούτου, χρήζει βελτίωσης. Δεδομένου ότι η μεταρρύθμιση του ΚανΒρΙα βρίσκεται σε εξέλιξη[9], φαίνεται ότι αυτή είναι η ιδανική ευκαιρία για την επίλυση αυτού του μακροχρόνιου ζητήματος[10]. Ως εκ τούτου, η παρούσα μελέτη αποσκοπεί να αναλύσει τις περιπλοκές της αλληλεπίδρασης μεταξύ των διαιτητικών και δικαστικών διαδικασιών στην ΕΕ υπό το πρίσμα και της νομολογίας του ΔΕΕ, εστιάζοντας ειδικά στην εξαίρεση της διαιτησίας από τον ΚανΒρΙα. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ζητήματα αυτά, προτείνεται η ΕΕ να επιδιώξει τη μεταρρύθμιση της διάταξης που αφορά την εξαίρεση της διαιτησίας στην επικείμενη αναθεώρηση του ΚανΒρΙα. Ειδικότερα, θα παρουσιαστούν και θα αναλυθούν δύο πιθανές οδοί που μπορεί να ακολουθήσει ο νομοθέτης της ΕΕ για την μελλοντική αντιμετώπιση του ζητήματος.

 

IΙ. Σύντομη επισκόπηση για την σχέση μεταξύ Διαιτησίας και Σύμβασης Βρυξελλών/Κανονι­σμού «Βρυξέλλες Ι/Ια».

 

Παραδοσιακά, η διαιτησία παρέμενε εκτός του πεδίου εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ. Αυτό έγινε για πρώτη φορά εμφανές με μια απλή διάταξη της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968, η οποία όριζε ότι «Η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται: (...) στη διαιτησία»[11]. Στο σημείο αυτό, υπενθυμίζουμε, ότι το σύστημα των Βρυξελλών είχε σχεδιαστεί για να διευκολύνει την κυκλοφορία των αποφάσεων μεταξύ των κρατών μερών της Σύμβασης Βρυξελλών, με τους ενιαίους κανόνες δικαιοδοσίας να εξυπηρετούν αυτόν τον πρωταρχικό στόχο. Ο λόγος για την επιλογή αυτή ήταν, ότι η Σύμβαση της Νέας Υόρκης για την αναγνώριση και την εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, η οποία έχει σχεδόν καθολική αποδοχή[12], ρύθμιζε ήδη με επιτυχία το ζήτημα της αναγνώρισης και της εκτέλεσης των διαιτητικών αποφάσεων. Η λογική αυτή αντικατοπτρίζεται τόσο στην έκθεση Jenard του 1968[13] όσο και στην έκθεση Schlosser του 1978[14], αλλά και στην έκθεση Ευρυγένη/Κερα­μέα[15]. Πράγματι, η Σύμβαση της Νέας Υόρκης θεωρείται επιτυχής, χαρακτηριζόμενη ως η σύμβαση που «ίσως θα μπορούσε να διεκδικήσει τον τίτλο της πιο αποτελεσματικής διεθνούς νομοθεσίας σε ολόκληρη την ιστορία του εμπορικού δικαίου»[16]. Για τον λόγο αυτό, η αιτιολογία για τον αποκλεισμό της διαιτησίας από το καθεστώς των Βρυξελλών κρίθηκε ως απολύτως αποδεκτή. Ωστόσο, οι περαιτέρω εξελίξεις έδειξαν σύντομα ότι ουδείς μπορεί να παραβλέπει την πιθανή αλληλοεπικάλυψη της διαιτησίας με τις δικαστικές διαδικασίες των κρατών μελών.

Από την εποχή της Σύμβασης των Βρυξελλών, έχουν εκφραστεί κατά καιρούς πολλαπλές ανησυχίες σχετικά με την καταλληλότητα της εξαίρεσης της διαιτησίας και τις πιθανές επιπτώσεις. Επιπλέον, έχουν διατυπωθεί διάφορες προτάσεις με σκοπό την αναμόρφωση της εξαίρεσης της διαιτησίας στους κανονισμούς του καθεστώτος των Βρυξελλών που ακολούθησαν[17]. Ωστόσο, παρά τις ανησυχίες και τις προτάσεις, η σχετική διάταξη παρέμεινε αμετάβλητη τόσο στον ΚανΒρΙ όσο και στον ΚανΒρΙα (βλ. άρθρο 1 § 2 στοιχ. δ)[18] με αποτέλεσμα να αποκλείεται η διαιτησία χωρίς καμία επιφύλαξη[19]. Τα προβλήματα που παραμένουν άλυτα αφορούν κυρίως ζητήματα εγκυρότητας των διαιτητικών συμφωνιών, προσωρινών μέτρων, παράλληλων διαδικασιών και ενδεχόμενων ασυμβίβαστων αποφάσεων[20].

 

ΙΙΙ. Η εξέλιξη της νομολογίας του ΔΕΚ/ΔΕΕ ως προς την διαιτησία

 

Η ερμηνεία της εξαίρεσης της διαιτησίας τέθηκε γρήγορα στο επίκεντρο της προσοχής του Δικαστηρίου, η νομολογία του οποίου, ωστόσο, φαίνεται να έχει δημιουργήσει περισσότερα ερωτήματα από όσα έχει επιλύσει. Το πρώτο προδικαστικό ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία της εξαίρεσης της διαιτησίας, όπως περιεχόταν στο άρθρο 1 της ΣΒρ υποβλήθηκε στο ΔΕΚ το 1991, στην υπόθεση Marc Rich[21]. Η υπόθεση αφορούσε μια διαιτητική συμφωνία μεταξύ της Marc Rich and Co. AG και της Società Italiana Impianti PA[22]. Η τελευταία αμφισβήτησε την εγκυρότητα της σχετικής συμφωνίας και άσκησε αρνητική αναγνωριστική αγωγή ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων, ζητώντας να αναγνωριστεί ότι δεν έφερε καμία ευθύνη έναντι της Marc Rich, ενώ η πρώτη αμφισβήτησε τη δικαιοδοσία του εν λόγω δικαστηρίου. Επιπλέον, η Società Italiana Impianti PA αμφισβήτησε την εγκυρότητα της συμφωνίας διαιτησίας ενώπιον του αγγλικού δικαστηρίου, το οποίο υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ. Στο ερώτημα, εάν η εξαίρεση της διαιτησίας της Σύμβασης των Βρυξελλών εκτείνεται σε οποιαδήποτε διαφορά ή απόφαση, και συγκεκριμένα σε διαφορές ή αποφάσεις, στις οποίες αμφισβητείται η αρχική ύπαρξη συμφωνίας διαιτησίας, το ΔΕΚ απάντησε, ότι το άρθρο 1 § 4 της ΣΒρ «έχει την έννοια ότι η εξαίρεση, την οποία προβλέπει καλύπτει τις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τον διορισμό διαιτητή, έστω και αν, στο πλαίσιο των διαφορών αυτών, ανακύπτει το προκαταρκτικό ζήτημα της υπάρξεως ή του κύρους της συμφωνίας περί διαιτησίας»[23]. Με τον τρόπο αυτό, η απόφαση διατήρησε το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης, καθώς επιβεβαίωσε, ότι η εξαίρεση της διαιτησίας εκτείνεται σε εκκρεμείς ενώπιον εθνικού δικαστηρίου διαφορές σχετικά με το διορισμό διαιτητή, ακόμη και αν η ύπαρξη ή η εγκυρότητα μιας συμφωνίας αποτελεί προκαταρκτικό ζήτημα στη σχετική διαφορά[24]. Έτσι, έγινε δεκτή μια ευρεία εξαίρεση ως προς την έννοια της διαιτησίας[25].

Ένα άλλο ζήτημα προέκυψε το 1998 στην υπόθεση Van Uden[26]. Η υπόθεση αφορούσε τη δυνατότητα λήψης προσωρινών μέτρων σε περιπτώσεις, όπου είχε συμφωνηθεί διαιτησία. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο έκανε διάκριση μεταξύ παρεπόμενων και παράλληλων διαδικασιών, δηλώνοντας ότι τα προσωρινά μέτρα[27] δεν είναι κατ' αρχήν παρεπόμενα της διαιτητικής διαδικασίας, αλλά διατάσσονται παράλληλα και δεν αφορούν τη διαιτησία ως τέτοια. Έτσι, σε περίπτωση που το αντικείμενο μιας αίτησης προσωρινών μέτρων αφορά ζήτημα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ΣΒρ, αυτή εξακολουθεί να εφαρμόζεται και τα δικαστήρια μπορούν να διατάσσουν προσωρινά μέτρα ακόμη και όταν η διαδικασία έχει ήδη κινηθεί ενώπιον διαιτητών. Με άλλα λόγια, ενώ οι παρεπόμενες διαδικασίες εμπίπτουν στην εξαίρεση της διαιτησίας, οι παράλληλες διαδικασίες δεν εμπίπτουν[28]. Αν και η διάκριση αυτή μπορεί να είναι χρήσιμη και αποτέλεσε πράγματι ένα βήμα προς τα εμπρός όσον αφορά τη διευκρίνιση του ακριβούς πεδίου εφαρμογής της εξαίρεσης της διαιτησίας, παρέμενε ωστόσο κάπως ασαφής. Ως εκ τούτου, υπάρχει μεγάλο περιθώριο για πιθανές παρερμηνείες. Η απόφαση αυτή ήταν επίσης η πρώτη περίπτωση περιορισμού του πεδίου εφαρμογής της εξαίρεσης της διαιτησίας. Ενώ η διαιτησία παρέμεινε εκτός του πεδίου εφαρμογής του καθεστώτος των Βρυξελλών, ορισμένες διαδικασίες που σχετίζονται με τη διαιτησία μπορούσαν ακόμη να εμπίπτουν σε αυτό[29].

Το 2009 εκδόθηκε η περιβόητη απόφαση Allianz/West Tankers[30], η οποία τοποθέτησε εκ νέου στο επίκεντρο τα ζητήματα που προκύπτουν από την εξαίρεση της διαιτησίας. Το ερώτημα που υποβλήθηκε στο ΔΕΚ φαινόταν απλό: μπορούν οι αντιαγωγικές διαταγές[31] στο πλαίσιο ασφαλιστικών μέτρων (anti-suit injunctions) να είναι συμβατές με τον ΚανΒρΙ; To Δικαστήριο ήλθε αντιμέτωπο με μια αντιαγωγική διαταγή αγγλικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε για να εμποδισθεί η μία πλευρά να παρακάμψει την συμφωνία υπαγωγής σε διαιτησία μέσω της προσφυγής στο δικαστήριο άλλου κράτους μέλους. Εν προκειμένω, επισημαίνεται, ότι ένα παρόμοιο ερώτημα είχε τεθεί προηγουμένως στην υπόθεση Turner[32], όπου το ΔΕΚ κλήθηκε να αποφανθεί, εάν μια αντιαγωγική διαταγή μπορεί να επιβληθεί για να εμποδίσει ένα μέρος να συνεχίσει τη διαδικασία σε άλλο κράτος μέλος. Το ΔΕΚ απάντησε αρνητικά. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός, ότι στην υπόθεση Allianz/West Tankers το ΔΕΚ απάντησε και πάλι αρνητικά, δηλώνοντας, ότι οι εν λόγω διαταγές είναι αντίθετες προς τη γενική αρχή, ότι κάθε δικαστήριο αποφασίζει μόνο του εάν είναι αρμόδιο να επιλύσει τη διαφορά που του έχει υποβληθεί[33]. Το Δικαστήριο, επίσης έκρινε ότι το προκαταρκτικό ζήτημα σχετικά με το κύρος συμφωνίας διαιτησίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του ΚανΒρΙ[34]. Επιπλέον, το ΔΕΚ ισχυρίστηκε ότι οι αντιαγωγικές διαταγές υπονομεύουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, η οποία αποτελεί τη βάση της ελεύθερης κυκλοφορίας των αποφάσεων στην ΕΕ. Αν και η απόφαση ήταν αναμενόμενη, η έκδοσή της προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια, καθώς είχε άμεση επίδραση στις διαιτητικές διαδικασίες[35]. Πριν από την υπόθεση Allianz/ West Tankers, οι αντιαγωγικές διαταγές μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να εμποδίσουν ένα μέρος να κινήσει δικαστικές διαδικασίες, όταν αυτές ήταν αντίθετες με μια διαιτητική συμφωνία. Έτσι, μετά την υπόθεση Allianz/ West Tankers, ένα σημαντικό μέσο για τη διασφάλιση των διαιτητικών διαδικασιών και την αποφυγή παράλληλων δικαστικών διαδικασιών θεωρήθηκε ασυμβίβαστο με το καθεστώς των Βρυξελλών. Η κρίση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την πιθανότητα αύξησης του αριθμού των παράλληλων διαδικασιών ενώπιον διαιτητικών δικαστηρίων και δικαστηρίων[36].

Περαιτέρω, η ως άνω νομολογία προκάλεσε τη συζήτηση για ενδεχόμενη αναθεώρηση του ΚανΒρΙ όσον αφορά την εξαίρεση της διαιτησίας. Καθώς η εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου δημιούργησε αβεβαιότητα ως προς την ορθή ερμηνεία της εξαίρεσης αυτής[37], υποβλήθηκαν νέες προτάσεις για ενδεχόμενη αναθεώρηση της εξαίρεσης. Η πιο σημαντική πρόταση περιέχεται στην έκθεση της Χαϊδελβέργης, σύμφωνα με την οποία η προσθήκη συμπληρωματικών διατάξεων στον ΚανΒρΙα ως προς την διαιτησία δεν θα υπονόμευε το καθεστώς διαιτησίας, αλλά αντιθέτως θα συνέβαλε στην επίλυση των τυχόν δυσχερειών ερμηνείας που θα ανέκυπταν[38]. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή λόγω των αποκλινουσών απόψεων των ενδιαφερόμενων μερών ακολούθησε την ασφαλέστερη οδό του συμβιβασμού που δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές. Ορισμένες διευκρινίσεις παρέχονται στην αιτιολογική σκέψη 12 του νέου ΚανΒρΙα[39]. Η αιτιολογική σκέψη, μεταξύ άλλων, επισημαίνει, ότι «καμία διάταξη δεν εμποδίζει τα δικαστήρια κράτους μέλους που εκδικάζουν προσφυγή σε υπόθεση, στην οποία οι διάδικοι έχουν συνάψει συμφωνία περί διαιτησίας, είτε να παραπέμπουν τους διαδίκους σε διαιτησία, είτε να αναστέλλουν ή να περατώνουν τη διαδικασία, ή να εξετάζουν εάν η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανενεργός ή ανεφάρμοστη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο». Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη επιβεβαιώνει, ότι η απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους σχετικά με την εγκυρότητα των διαιτητικών συμφωνιών δεν υπόκειται στους κανόνες αναγνώρισης και εκτέλεσης του κανονισμού, καθώς και ότι ο κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε παρεπόμενες διαδικασίες που αφορούν τη διαιτησία[40]. Ωστόσο, αφήνει ένα ζήτημα ανεπίλυτο, δηλαδή τον κίνδυνο σύγκρουσης μεταξύ διαιτητικής απόφασης και απόφασης που εκδίδεται από δικαστήριο κράτους μέλους, ο οποίος προκαλείται από παράλληλες διαδικασίες ή «αγωγές τορπίλες»[41]. Επιπλέον, η προτεραιότητα της Σύμβασης της Νέας Υόρκης επιβεβαιώθηκε στο άρθρο 73 § 2 του ΚανΒρΙα, το οποίο ορίζει ότι ο κανονισμός δεν επηρεάζει την εφαρμογή της Σύμβασης της Νέας Υόρκης[42]. Με άλλα λόγια, η διάταξη αυτή τονίζει την υπεροχή της Σύμβασης της Νέας Υόρκης, όποτε αυτή είναι εφαρμοστέα[43]. Η εισαγωγή της αιτιολογικής σκέψης 12 επιβεβαιώνει έτσι ορισμένα σημεία, όπως το ότι ο ΚανΒρΙα δεν εφαρμόζεται σε παρεπόμενες διαδικασίες, ότι τα δικαστήρια μπορούν πάντα να παραπέμπουν τα μέρη σε διαιτησία, να αναστέλλουν ή να απορρίπτουν διαδικασίες ή να αξιολογούν την εγκυρότητα μιας διαιτητικής συμφωνίας βάσει του εθνικού δικαίου και ότι η Σύμβαση της Νέας Υόρκης υπερισχύει του ΚανΒρΙα, όποτε είναι εφαρμοστέα. Παρόλα αυτά, είναι προφανές, ότι παρά τις προσπάθειες να αποσαφηνιστεί το πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων από τη διαιτησία, ορισμένα από τα πιο εμφανή ζητήματα παρέμειναν ανεπίλυτα. Τηλεγραφικά: το παλιό status quo διατηρήθηκε.

Ως εκ τούτου, τα προβλήματα συνέχισαν να τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου ΕΕ, με αποτέλεσμα το 2015 να προκύψει ένα περαιτέρω ζήτημα στην υπόθεση Gazprom[44]. Η υπόθεση αφορούσε το ερώτημα, αν ΚανΒρΙ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στην εκ μέρους δικαστηρίου κράτους μέλους αναγνώριση και εκτέλεση, ή στην άρνηση αναγνώρισης και εκτέλεσης διαιτητικής αποφάσεως, η οποία απαγορεύει σε διάδικο να υποβάλει ορισμένα αιτήματα ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού. Με άλλα λόγια, το ζήτημα των αντιαγωγικών διαταγών τέθηκε εκ νέου: αυτή τη φορά, το ζήτημα ήταν, αν η αναγνώριση και η εκτέλεση τέτοιων διαταγών είναι συμβατή με το καθεστώς των Βρυξελλών. Όπως ήταν αναμενόμενο, το Δικαστήριο έκρινε, ότι ο ΚανΒρΙ δεν επηρεάζει την αναγνώριση και την εκτέλεση της anti-suitinjunction διαιτητικού δικαστηρίου, καθώς δεν διέπει την αναγνώριση και την εκτέλεση διαιτητικών αποφάσεων, αλλά το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται είτε από το εθνικό δίκαιο, είτε από τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης[45].  Η απόφαση συζητήθηκε ευρέως, ιδίως όσον αφορά την ερμηνεία της σχέσης μεταξύ των αποφάσεων Gazprom και Allianz/West Tankers[46]. Αν και φαινομενικά παρόμοιες, οι αποφάσεις Allianz/West Tankers και Gazprom πρέπει να διακριθούν σαφώς. Ενώ στην πρώτη, το ζήτημα που τίθεται είναι η αναγνώριση και η εκτέλεση μιας αντιαγωγικής διαταγής που εκδόθηκε από δικαστήριο, στη δεύτερη, το ζήτημα που τίθεται είναι η αναγνώριση και η εκτέλεση μιας διαιτητικής απόφασης, η οποία διέπεται από τη Σύμβαση της Νέας Υόρκης. Έτσι, η Gazprom δεν ανατρέπει με κανέναν τρόπο την απόφαση Allianz/West Tankers, ούτε παρέχει οποιαδήποτε διευκρίνιση σχετικά με την απαγόρευση των αντιαγωγικών διαταγών[47].

Τέλος, η πρόσφατη απόφαση London Steam-Ship Owners[48]του 2022 μπορεί ίσως να θεωρηθεί ως η πιο αμφιλεγόμενη μέχρι σήμερα[49]. Η απόφαση αυτή ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς δικαστικής περιπέτειας που ακολούθησε μετά το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου Prestige στην Ισπανία, το 2002. Οι περιστάσεις της υπόθεσης ήταν οι εξής. Το ισπανικό δικαστήριο εξέδωσε απόφαση, όπως και το αγγλικό διαιτητικό δικαστήριο εξέδωσε αντίστοιχα διαιτητική απόφαση με το ίδιο αντικείμενο, ήτοι το ζήτημα της ευθύνης του ασφαλιστή London P&I Club. Στη συνέχεια για την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου, το αγγλικό δικαστήριο εξέδωσε απόφαση που επαναλάμβανε το περιεχόμενο της διαιτητικής απόφασης. Όταν η ισπανική απόφαση υποβλήθηκε για αναγνώριση στην Αγγλία, προέκυψε το ζήτημα του «ασυμβίβαστου» μεταξύ των δύο αποφάσεων. Λόγω του ότι το ασυμβίβαστο με άλλη απόφαση αποτελεί έναν από τους πιθανούς λόγους απόρριψης βάσει του ΚανΒρΙ[50], τέθηκε το ερώτημα, κατά πόσον η αγγλική απόφαση που εκδόθηκε σύμφωνα με τη διαιτητική απόφαση εμπίπτει πράγματι στην έννοια της «απόφασης», όπως αυτή νοείται στον ΚανΒρΙ, δηλαδή στο άρθρο 34 § 3[51]. Απορρίπτοντας τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα Collins[52], το Δικαστήριο έκρινε ότι: «απόφαση δικαστηρίου κράτους μέλους που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής απόφασης δεν συνιστά απόφαση κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σε περίπτωση που απόφαση, η οποία θα κατέληγε σε αποτέλεσμα αντίστοιχο προς εκείνο της εν λόγω διαιτητικής απόφασης δεν θα μπορούσε να έχει εκδοθεί από δικαστήριο του ίδιου κράτους μέλους χωρίς να παραβιαστούν οι διατάξεις και οι βασικοί σκοποί του ως άνω κανονισμού, ιδίως το σχετικό αποτέλεσμα μιας περιλαμβανόμενης σε σύμβαση ασφάλισης ρήτρας διαιτησίας και οι κατά το άρθρο 27 του εν λόγω κανονισμού κανόνες περί εκκρεμοδικίας, κατά συνέπεια δε μια τέτοια απόφαση δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή να εμποδίσει, στο εν λόγω κράτος μέλος, την αναγνώριση απόφασης εκδοθείσας από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους[53]». Στην ουσία, το ΔΕΕ έκρινε, ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών οφείλουν να ελέγχουν, αν έχουν τηρηθεί οι διατάξεις και οι βασικοί σκοποί του Κανονισμού και συνακόλουθα να απορρίπτουν το αίτημα να κηρυχθεί εκτελεστή μια διαιτητική απόφαση, όταν παραβιάζονται οι κανόνες περί εκκρεμοδικίας και το σχετικό αποτέλεσμα των ρητρών παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας (εν προκειμένω το σχετικό αποτέλεσμα μιας ρήτρας διαιτησίας[54])[55]. Στο δελτίο τύπου του, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι με την απόφαση αυτή εξασφαλίζει ουσιαστικά ότι οι διατάξεις και οι θεμελιώδεις στόχοι δεν μπορούν να παρακαμφθούν μέσω διαιτητικής διαδικασίας που ακολουθείται από δικαστική διαδικασία με σκοπό την καταχώριση των όρων της διαιτητικής απόφασης σε δικαστική απόφαση[56]. Ωστόσο, η απόφαση αυτή αποτρέπει, τουλάχιστον εν μέρει, τη δυνατότητα χρήσης της απόφασης της διαιτητικής διαδικασίας ως ασπίδα κατά της αγωγής torpedo.

Σε κάθε περίπτωση, η υπόθεση London Steam-Ship Owners επιβεβαιώνει τον αποκλεισμό των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει διαιτητικών αποφάσεων από τη γενική έννοια της «απόφασης», ενώ ταυτόχρονα εισάγει σημαντικούς περιορισμούς στις αποφάσεις που δύνανται να εμπίπτουν στην έννοια της «προηγούμενης απόφασης» κατά την έννοια των διατάξεων σχετικά με την άρνηση αναγνώρισης και/ή εκτέλεσης. Υπό αυτή την έννοια, η γενική έννοια της «απόφασης» δεν έχει υποστεί πρόσθετες αλλαγές, ενώ η έννοια της «προηγούμενης απόφασης» έχει περιοριστεί περαιτέρω[57]. Η απόφαση αυτή δέχθηκε έντονη κριτική[58]. Ουσιαστικά, η απόφαση δημιουργεί απρόβλεπτες απαιτήσεις, ώστε να μπορούν πλέον οι διαιτητικές αποφάσεις να εμπίπτουν στην έννοια της «απόφασης» για λόγους ενδεχόμενης άρνησης αναγνώρισης λόγω ασυμβιβάστου[59]. Ο ισχυρισμός, ότι οι θεμελιώδεις κανόνες του καθεστώτος των Βρυξελλών, όπως η σχετική ισχύς μιας ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται στην εν λόγω ασφαλιστική σύμβαση και οι κανόνες περί εκκρεμοδικίας[60], πρέπει να γίνονται σεβαστοί στη διαιτησία, δηλαδή σε έναν τομέα που εξαιρείται ρητά από το ίδιο το καθεστώς Βρυξελλών, είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμος[61]. Κάτι τέτοιο, όχι μόνο περιορίζει σημαντικά το πεδίο εφαρμογής της εξαίρεσης της διαιτησίας, αλλά επιβάλλει επίσης τους κανόνες του ΚανΒρΙα στη διαιτησία. Διαφορετικά, οι διαιτητικές αποφάσεις θα αγνοούνται σκόπιμα κατά την αξιολόγηση της πιθανής άρνησης αναγνώρισης και εκτέλεσης μιας απόφασης, μια λύση που ευνοεί σαφώς την προσφυγή στην δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων έναντι της διαιτησίας. Είναι αυτονόητο, ότι μια τέτοια στάση της ΕΕ δύναται να βλάψει σημαντικά την ελκυστικότητα της διαιτησίας ως εναλλακτικού μηχανισμού επίλυσης διαφορών σε ενωσιακό επίπεδο[62].

Το High Court αρνήθηκε να ακολουθήσει την απόφαση αυτή του ΔΕΕ, δηλώνοντας ότι το Δικαστήριο υπερέβη τις αρμοδιότητές του[63]. Η νομική εμπλοκή παρέμεινε έτσι άλυτη και θα οδηγήσει σε περισσότερα προδικαστικά ερωτήματα ενώπιον του Δικαστηρίου σχετικά με την αλληλεπίδραση της διαιτησίας και της προσφυγής στα κρατικά δικαστήρια. 

Από την παραπάνω γενική επισκόπηση μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα, ότι το Δικαστήριο είναι επί του παρόντος ο κύριος παράγοντας που διαμορφώνει τους κανόνες της σχετικής αλληλεπίδρασης στην ΕΕ. Ωστόσο, η επιχειρηματολογία του είναι ενίοτε εξαιρετικά αμφισβητήσιμη, ενώ, επιπλέον, ορισμένα προβλήματα που αφορούν τη ρύθμιση της αλληλεπίδρασης μεταξύ διαιτησίας και δικαιοδοσίας πολιτειακών δικαστηρίων παραμένουν ανεπίλυτα.

 

ΙV. Επικείμενη αναθεώρηση του ΚανΒρΙα και προτεινόμενες ρυθμίσεις για την διαιτησία

 

Η ανάλυση της ως άνω νομολογίας του Δικαστηρίου ως προς την κατανόηση του πεδίου εφαρμογής και των αποτελεσμάτων της εξαίρεσης της διαιτησίας, καταδεικνύει, ότι το ζήτημα αυτό απέχει πολύ από την επίλυσή του. Με την σειρά του, τούτο υποδηλώνει την ανάγκη επανεκτίμησης της εξαίρεσης της διαιτησίας, προκειμένου να διατηρηθεί η διεθνής διαιτησία ως μια πολύτιμη επιλογή για τους διαδίκους. Με τη μεταρρύθμιση του ΚανΒρΙα να βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι ιδανική ευκαιρία για την αντιμετώπιση και επίλυση των εν λόγω ζητημάτων. Μολονότι μέχρι στιγμής έχουν γίνει μόνο ήπιες αλλαγές, όπως αποτυπώνονται στην αιτιολογική σκέψη 12 του ΚανΒρΙα, είναι σαφές, ότι χρειάζονται πρόσθετες κατευθυντήριες γραμμές. Δεδομένης της πολυπλοκότητας της αλληλεπίδρασης μεταξύ της διαιτησίας και των δικαστικών διαφορών στην ΕΕ, όπως παρουσιάστηκε ανωτέρω, και λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρετικά αποκλίνουσες απόψεις των ενδιαφερόμενων μερών, ευνόητο είναι, ότι η απόφαση για μεταρρύθμιση της εξαίρεσης της διαιτησίας στον ΚανΒρΙα δεν είναι εύκολη. Ωστόσο, είναι απαραίτητο ο νομοθέτης της ΕΕ να λάβει μια πιο σαφή θέση εισάγοντας ορισμένες αλλαγές στις σχετικές διατάξεις του ΚανΒρΙα. Στο πλαίσιο αυτό, δύο δρόμοι ανοίγονται: είτε η διαιτησία να εξαιρείται πλήρως από το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος των Βρυξελλών, είτε να προστεθούν πρόσθετες διατάξεις, που θα επεξηγούν την έκταση της εξαίρεσης της διαιτησίας[64].

Εάν επιλεγεί η πρώτη λύση της πλήρους εξαίρεσης της διαιτησίας, θα ήταν σκόπιμο να επανεξεταστεί η ορθότητα των αποφάσεων του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Allianz/West Tankers και London Steam-Ship. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι οι εν λόγω αποφάσεις εξετάζουν την αλληλεπίδραση μεταξύ διαιτησίας και δικαιοδοσίας δικαστηρίων κατά τρόπο που οδηγεί στο ότι η διαιτησία δεν εξαιρείται εν τέλει πλήρως από το καθεστώς των Βρυξελλών. Το Δικαστήριο επηρέασε άμεσα την λειτουργία των διαιτητικών διαδικασιών και τα αποτελέσματα των επακόλουθων διαιτητικών αποφάσεων, κατά τρόπο που οι δικαστικές διαφορές, δηλαδή οι διατάξεις του καθεστώτος των Βρυξελλών, υπερισχύουν των κανόνων της διαιτησίας. Επιπλέον, οι ως άνω αποφάσεις επιδρούν άμεσα στην αύξηση της πιθανότητας παράλληλων διαδικασιών και ασυμβίβαστων αποφάσεων. Προκειμένου να επανέλθουν σε ισότιμη βάση οι δύο αυτές μορφές επίλυσης των διαφορών και να αποφευχθεί η πιθανότητα παράλληλων διαδικασιών και ασυμβίβαστων αποφάσεων, οι ως άνω αποφάσεις του Δικαστηρίου θα μπορούσαν ενδεχομένως να αναθεωρηθούν. Στην πράξη, αυτό θα επέτρεπε στα διαιτητικά δικαστήρια να εκδίδουν αντιαγωγικές διαταγές, όταν τα μέρη έχουν συμφωνήσει διαιτησία, ενώ δεν θα επιβάλλονταν πρόσθετοι κανόνες προκειμένου μια διαιτητική απόφαση (ή μια απόφαση που έχει εκδοθεί σύμφωνα με διαιτητική απόφαση) να έχει ισχύ σε άλλο κράτος μέλος. Επιπλέον, η έννοια της «απόφασης» στο άρθρο 45 § 1 στοιχ. γ) και δ) του ΚανΒρΙα θα πρέπει να οριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια, προκειμένου να αποφευχθούν παρόμοια ζητήματα στο μέλλον[65]. Η ως άνω λύση διαχωρίζει σαφώς τη διαιτησία από τη δικαιοδοσία πολιτειακών δικαστηρίων στην ΕΕ, μειώνοντας ταυτόχρονα την πιθανότητα παράλληλων διαδικασιών και ασυμβίβαστων αποφάσεων[66].

Εάν επιλεγεί η δεύτερη λύση, η εξαίρεση της διαιτησίας πρέπει να υποστεί ουσιαστικές αλλαγές, καθόσον η τελευταία δεν πρέπει να περιλαμβάνεται ως ένας μόνο από τους λόγους που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Καν ΒρΙα. Αντίθετα, θα ήταν πιο επωφελές να δημιουργηθεί ένα ξεχωριστό άρθρο που θα ρυθμίζει την αλληλεπίδραση με τη διαιτησία. Ωστόσο, πρέπει να εξεταστούν πολλά σημεία, ιδίως η διάκριση μεταξύ παρεπόμενων και παράλληλων διαδικασιών και οι ενδεχόμενες ασυμβίβαστες αποφάσεις. Υπάρχουν επίσης επιλογές για την προσθήκη ειδικών κανόνων, λ.χ. σχετικά με τη δικαιοδοσία και την εκκρεμοδικία ενδεικτικά. Επομένως, η επιλογή αυτή θα απαιτούσε σημαντικό επιπλέον έργο και θα έπρεπε να ξεπεραστούν πολλά εμπόδια. Το αποτέλεσμα, όμως, θα συνέβαλε στη μείωση της νομικής αβεβαιότητας που υπάρχει επί του παρόντος στον τομέα αυτό. Η επίδραση που θα είχε στην ελκυστικότητα της διαιτησίας ως εναλλακτικής μεθόδου επίλυσης διαφορών στην ΕΕ θα εξαρτηθεί από τους συγκεκριμένους κανόνες που θα θεσπιστούν.

Ήδη στην πρόσφατη Έκθεση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή του Καν ΒρΙα[67] επισημαίνεται, ότι πράγματι, ο κίνδυνος ασυμβιβάστου μεταξύ διαιτητικών αποφάσεων ή αποφάσεων που επιβεβαιώνουν τέτοιες αποφάσεις και άλλων αποφάσεων θα μειωνόταν ή θα εξαλείφονταν πιθανώς, εάν ο κανονισμός προέβλεπε σαφή κανόνα προτεραιότητας σε τέτοιες περιπτώσεις. Ως εκ τούτου, σε ενδεχόμενη μελλοντική αναθεώρηση θα μπορούσε να εξεταστεί η θέσπιση σαφούς κανόνα εκκρεμοδικίας, ο οποίος θα μπορούσε να αποτρέψει καταστάσεις ασυμβίβαστου μεταξύ διαιτητικής απόφασης/ απόφασης που επικυρώνει τέτοια απόφαση και άλλης απόφασης. Το άρθρο 45 § 1 στοιχ. γ) και δ) του ΚανΒρΙα περιέχει δύο λόγους απόρριψης που αναφέρονται σε ασυμβίβαστη απόφαση μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος μέλος, στο οποίο απευθύνεται η αίτηση (στοιχ. γ) ή σε προγενέστερη απόφαση μεταξύ των ίδιων διαδίκων και για την ίδια αιτία που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος (στοιχ. δ). Ενδεχόμενη μελλοντική αναθεώρηση του κανονισμού θα μπορούσε να εξετάσει περαιτέρω τη συνοχή μεταξύ του άρθρ. 45 § 1 στοιχ. δ) και των κανόνων περί εκκρεμοδικίας.

Επίσης σε σχετική μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προτάθηκε να εισαχθεί στην επόμενη αναθεώρηση Κανονισμού ένας νέος μηχανισμός εκκρεμοδικίας, σύμφωνα με τον οποίο το δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση θα παραπέμπει στα δικαστήρια της έδρας της διαιτησίας για να αποφασίσουν επί οποιουδήποτε ζητήματος σχετικά με τη σχέση μεταξύ του ΚανΒρΙα και της διαιτητικής διαδικασίας[68]. Η πρόταση αυτή φαίνεται να αντικατοπτρίζει την πρόταση της έκθεσης Heidelberg, στόχος της οποίας ήταν να αποφευχθούν παράλληλες διαδικασίες μέσω της προσθήκης ενός νέου άρθρου 27α σχετικά με την εκκρεμοδικία που θα υποχρέωνε τα δικαστήρια των κρατών μελών να αναστέλλουν τις διαδικασίες ενώπιόν τους, όταν ο εναγόμενος αμφισβητεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου όσον αφορά την ύπαρξη και το πεδίο εφαρμογής μιας διαιτητικής συμφωνίας, εάν ένα δικαστήριο του κράτους μέλους που έχει οριστεί ως τόπος διαιτησίας στη διαιτητική συμφωνία έχει κληθεί να αποφανθεί σχετικά με την ύπαρξη, την εγκυρότητα και/ή το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διαιτητικής συμφωνίας[69]. Μια δεύτερη πρόταση στην ίδια μελέτη επικεντρώνεται στο στάδιο της εκτέλεσης. Μια λύση θα μπορούσε να δώσει η αρχή της Kompetenz-Kompetenz[70], δίνοντας προτεραιότητα στο διαιτητικό δικαστήριο και σε περίπτωση ασυμβίβαστου μεταξύ διαιτητικής απόφασης και δικαστικής απόφασης, η λύση στο στάδιο της εκτέλεσης μπορούσε να προκύψει μέσω της συμπερίληψης λόγων απόρριψης[71]. Ωστόσο, στις 30 Σεπτεμβρίου 2020, το Γαλλικό Ακυρωτικό (Cour de Cassation) εξέδωσε μια αξιοσημείωτη απόφαση, όπου έκρινε ότι η εξουσία του διαιτητικού δικαστηρίου να καθορίζει τη δική του δικαιοδοσία βάσει του εθνικού δικαίου δεν πρέπει να παραβιάζει τα δικαιώματα των καταναλωτών, όπως τους αναγνωρίζονται από το δίκαιο της Ένωσης. Ως εκ τούτου, μια διαιτητική ρήτρα που είναι αντίθετη με τις απαιτήσεις που απορρέουν από την Οδηγία 1993/13[72] σχετικά με τους καταχρηστικούς όρους στις καταναλωτικές συμβάσεις χρήζει ακύρωσης από τα δικαστήρια[73]. Το κύριο ζήτημα που τέθηκε, σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο περί διεθνούς διαιτησίας, ήταν η εφαρμογή της θεμελιώδους αρχής γνωστής ως «principe compéten­ce-compétence» που θεσπίζεται στο άρθρο 1448 του γαλλΚΠολΔ και εφαρμόζεται στη διεθνή διαιτησία σύμφωνα με το άρθρο 1506 του ίδιου Κώδικα. Η αρχή αυτή έχει διττή διάσταση. Αφενός, σε περίπτωση διαφοράς σχετικά με την εγκυρότητα μιας διαιτητικής συμφωνίας, το διαιτητικό δικαστήριο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να κρίνει τη δική του δικαιοδοσία. Αφετέρου, όταν μια τέτοια διαφορά υποβάλλεται σε δικαστήριο, το δικαστήριο αυτό πρέπει να προβεί σε απόρριψη λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας του. Ωστόσο, το άρθρο 1448 προβλέπει μια περιορισμένη εξαίρεση «εάν το διαιτητικό δικαστήριο δεν έχει επιληφθεί ακόμη να εκδικάσει τη διαφορά και εάν η διαιτητική συμφωνία είναι προδήλως άκυρη ή προδήλως μη εφαρμόσιμη». Περαιτέρω, εκτός της εξαίρεσης που προβλέπεται στο άρθρο 1448, η απόφαση επικαλείται την εφαρμογή του «τεστ αποτελεσματικότητας» (test of effectiveness). Σύμ­φωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου: «ελλείψει σχετικής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, οι διαδικαστικές λεπτομέρειες που σκοπούν στο να κατοχυρώσουν τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες έλκουν από το κοινοτικό δίκαιο εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι οι λεπτομέρειες αυτές δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή περί ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας)»[74]. Κατά συνέπεια, η αποκλειστική αρμοδιότητα των διαιτητών να εκτιμούν την ισχύ μιας διαιτητικής ρήτρας καθιστά πιο δύσκολο για έναν ενάγοντα, υπό την ιδιότητά του ως Ευρωπαίου καταναλωτή, να επωφεληθεί από τα δικαιώματά του, ιδίως στην περίπτωση, η οποία αφορά την εκτίμηση μιας διαιτητικής ρήτρας βάσει της Oδηγίας 93/13[75]. Στην ως άνω υπόθεση, το Γαλλικό Ακυρωτικό επεκτείνει την αρχή της αποτελεσματικότητας (effet utile) στο προηγούμενο στάδιο της διεθνούς διαιτητικής διαδικασίας, καθόσον ο έλεγχος μιας εικαζόμενης παραβίασης μιας διάταξης του ενωσιακού δικαίου από μια διαιτητική ρήτρα πρέπει να διενεργείται εκ των προτέρων, προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματικότητα του δικαίου της ΕΕ. Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική εξέλιξη εκ μέρους του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Γαλλίας που παραδοσιακά επιδεικνύει φιλελεύθερη και ευνοϊκή στάση έναντι της διεθνούς διαιτησίας[76].

Στην ίδια κατεύθυνση της εισαγωγής ειδικών ρυθμίσεων όσον αφορά την διάδραση διαιτησίας και δικαιοδοσίας πολιτειακών δικαστηρίων κινείται και η από 23.4.2025 μελέτη της Νομικής Σχολής της Σορβόννης[77]. Συγκεκριμένα ως προς την σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ διαιτητικών και πολιτειακών δικαστηρίων προτείνεται η εισαγωγή μιας ρύθμισης με το εξής περιεχόμενο: Όταν ένα δικαστήριο κράτους μέλους καλείται να εκδικάσει μια υπόθεση και η δικαιοδοσία του αμφισβητείται βάσει συμφωνίας διαιτησίας που ορίζει ως τόπο διαιτησίας άλλο κράτος μέλος, το δικαστήριο αυτό, κατόπιν αιτήματος του διαδίκου που επικαλείται την εν λόγω συμφωνία, αναστέλλει τη διαδικασία έως ότου τα δικαστήρια του άλλου κράτους μέλους αποφανθούν ή δεν μπορούν πλέον να αποφανθούν σχετικά με την ύπαρξη, την εγκυρότητα ή την εκτελεστότητα της συμφωνίας διαιτησίας. Ωστόσο, το δικαστήριο του οποίου αμφισβητείται η δικαιοδοσία συνεχίζει τη διαδικασία, εάν: α) η διαιτητική συμφωνία είναι προδήλως ανύπαρκτη, άκυρη ή μη εκτελεστή σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα, ή β) το διαιτητικό δικαστήριο που επιλήφθηκε απέρριψε την αρμοδιότητά του και η διαιτητική συμφωνία είναι ανύπαρκτη, άκυρη ή μη εκτελεστή σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα. H αναφορά στο δίκαιο του κράτους μέλους, όπου βρίσκεται η έδρα, περιλαμβάνει τους κανόνες σύγκρουσης νόμων που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος. Οι διατάξεις αυτές δεν θίγουν την εφαρμογή κανόνα του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους, στο οποίο βρίσκεται η έδρα της διαιτησίας που εξουσιοδοτεί το διαιτητικό δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με τη δικαιοδοσία του και, κατά περίπτωση, του αναγνωρίζει προτεραιότητα στο θέμα αυτό[78]

Ως προς την άρνηση αναγνώρισης προτείνεται η τροποποίηση του εδ. δ του άρθρου 45  § 1 του ΚανΒρΙα ως εξής: Με αίτηση κάθε ενδιαφερομένου, η αναγνώριση μιας αποφάσεως απορρίπτεται: δ) εάν η απόφαση είναι ασυμβίβαστη με προγενέστερη απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος ή με διαιτητική απόφαση μεταξύ των ιδίων διαδίκων επί διαφοράς που είχε το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, εφόσον η προγενέστερη απόφαση ή διαιτητική απόφαση πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την αναγνώρισή της στο κράτος μέλος αναγνωρίσεως ή εκτελέσεως[79].

 

V. Συμπερασματικές επισημάνσεις

 

Παρά την αρχική πεποίθηση ότι η διαιτησία και η δικαστική επίλυση διαφορών ανήκουν σε ξεχωριστούς κόσμους, είναι πλέον σαφές ότι η αλληλεπίδραση και η πιθανή σύγκρουση μεταξύ τους είναι μερικές φορές αναπόφευκτη. Όπως δείχνει σαφώς η ανάλυση της παρούσας μελέτης, υπάρχουν πολλά σημεία, στα οποία οι δύο αυτές μέθοδοι επίλυσης διαφορών αλληλεπικαλύπτονται και, κατά συνέπεια, δημιουργούν δυσκολίες για όλους τους εμπλεκόμενους[80]. Δεν είναι περίεργο, ότι η αλληλεπίδραση αυτή ήταν εξαιρετικά δύσκολο να ρυθμιστεί, καθώς η διαιτησία και το καθεστώς των Βρυξελλών λειτουργούν με διαφορετικές, συχνά αντικρουόμενες αρχές. Ωστόσο, εάν η υφιστάμενη αλληλεπίδραση παραμείνει ανεπίλυτη, αυτό θα οδηγήσει σε όλο και περισσότερα προβλήματα για τα μέρη, όπως αποδεικνύεται από τη συνεχή ροή της νομολογίας του Δικαστηρίου. Επιπλέον, με τις εξελίξεις στην ΕΕ μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι η διατήρηση του status quo θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της ελκυστικότητας της διαιτησίας στην ΕΕ. Αυτό σίγουρα δεν είναι ο στόχος της ΕΕ, όπως προκύπτει από άλλες νομοθετικές πρωτοβουλίες που ενθαρρύνουν εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης διαφορών[81]. Ως εκ τούτου, το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο σχετικά με την αλληλεπίδραση της διαιτησίας και των δικαστικών διαφορών θα πρέπει να τροποποιηθεί το συντομότερο δυνατόν.

Η τρέχουσα λύση φαίνεται να τοποθετεί τον νομοθέτη της ΕΕ στο μέσο μεταξύ δύο αντίθετων πλευρών, της πλευράς των υποστηρικτών της διαιτησίας και της πλευράς των υποστηρικτών της δικαστικής επίλυσης διαφορών στην ΕΕ, χωρίς να λαμβάνει οριστικές αποφάσεις και, τελικά, απογοητεύοντας και τις δύο πλευρές. Το πιο εμφανές ζήτημα είναι, ότι η νομική ασφάλεια στην ΕΕ επηρεάζεται, όσο παραμένουν τα κενά στην τρέχουσα ρύθμιση. Είναι προτιμότερο να ληφθεί μια οριστική θέση και να ακολουθηθεί μία από τις δύο προτεινόμενες λύσεις, παρά να παραμείνει η ισχύουσα ρύθμιση ως έχει. Η μεταρρύθμιση του ΚανΒρΙα αποτελεί το ιδανικό κίνητρο για την πραγματοποίηση των αλλαγών αυτών. Δεδομένου ότι η εξαίρεση της διαιτησίας υπήρξε μία από τις πιο αμισβητούμενες διατάξεις τόσο του ΚανΒρΙα όσο και του προκάτοχού του, του ΚανΒρΙ, είναι καιρός να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές στον τομέα αυτό. Στο πνεύμα αυτό, προτείνεται ο νομοθέτης της ΕΕ να επιλέξει μεταξύ δύο διαφορετικών οδών για την μελλοντική τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου της ΕΕ σχετικά με τη διαιτησία και τις δικαστικές διαφορές: είτε ο πλήρης αποκλεισμός της διαιτησίας από το καθεστώς των Βρυξελλών, είτε η προσθήκη διατάξεων στον ΚανΒρΙα που θα ρυθμίζουν λεπτομερώς όλα τα πιθανά ζητήματα που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση. Όποια επιλογή και αν προκριθεί, θα προκαλέσει σίγουρα δυσεπίλυτες προκλήσεις, αλλά συγχρόνως θα προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου, η οποία πρέπει να αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο της ΕΕ σε αυτά τα ζητήματα.


 


* Ευχαριστώ πολύ τον Αναπληρωτή Καθηγητή κ. Δ. Μπαμπινιώτη, για την προθυμία του να διαβάσει το κείμενο πριν από την δημοσίευση.

[1]. Βλ. Bermann, Reconciling European Union Law Demands with the Demands of International Arbi­tration, Fordham International Law Journal 34 (2011), 1193 επ.

[2]. Στην Ελλάδα εκδόθηκε ο ν. 5016/2023 προκειμένου να ενσωματώσει στο ελληνικό δίκαιο τον Πρότυπο Νόμο της Uncitral του 2006. Για μια πανοραμική επισκόπηση της εσωτερικής, διεθνούς και επενδυτικής διαιτησίας, βλ. ενδεικτικά από την ελληνική βιβλιογραφία, Παμπούκη Χ., Διαιτησία, 2024· Καλαβρό, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, τόμος Ι: Ο ν. 5016/20232, 2023· τον ίδιο, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, τόμος ΙΙ, Η Σύμβαση της Νέας Υόρκης του 1958, 2023· Μπαμπινιώτη, Θετικές προϋποθέσεις αναγνώρισης και εκτέλεσης αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων 2022· Βεζυρτζή, Παράλληλη διεξαγωγή διαιτητικής και πολιτικής δίκης σε επίπεδο διεθνούς εμπορικής και εσωτερικής διαιτησίας, 2022· Καλαντζή, Σύγκρουση δικαιοδοσίας μεταξύ κρατικών δικαστηρίων και διαιτησίας ή διαμεσολάβησης στον ευρωπαϊκό χώρο, 2020.

[3]. Κανονισμός (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 351, 1.

[4]. Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 12, 1.

[5]. Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 299/31. 12. 1972, 32 (ελληνική έκδοση L 388/31. 12. 1982, 7). Η παγιωμένη έκδοση της Συμβάσεως έχει δημοσιευθεί στην ΕΕ C 27 της 26.1.1998, 1.

[6]. Βλ. άρθρο 1 § 2 στοιχ. δ ΚανΒρΙα, άρθρο 1 § 2 ΚανΒρΙ, άρθρο 1 § 2 σημ. 4 ΣΒρ. Εδώ επισημαίνεται ορθά, ότι το σύστημα των Βρυξελλών δεν έχει σχεδιαστεί για να απαντά σε ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας που αφορούν τη διαιτησία, ούτε για την κυκλοφορία των διαιτητικών αποφάσεων ή των δικαστικών αποφάσεων που τις ελέγχουν, βλ. Laazouzi, L’ exclusion de l’ arbitrage: Quelles modalités?. Διαθέσιμο υπό https:// www.assas-universite.fr/sites/default/files/crdi/2023 1103-crdi-bruxelles-i-bis-04.pdf.

[7]. Van Houtte, Why not Include Arbitration in the Brussels Jurisdiction Regulation?, Arbitration Interna­tional 21 (2005), 509 επ.

[8]. ΔΕE, 20.6.2022, London Steam-Ship Owners’ Mutual Insurance Association Limited/Kingdom of Spain, C-700/20, ECLI:EU:C:2022:488. 

[9]. Βλ. άρθρο 79 του ΚανΒρΙα: «Το αργότερο μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 2022 η Επιτροπή υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει αξιολόγηση για την ενδεχόμενη ανάγκη περαιτέρω επέκτασης των κανόνων περί διεθνούς δικαιοδοσίας σε εναγόμενους που δεν κατοικούν σε κράτος μέλος λαμβάνοντας υπόψη τη λειτουργία του παρόντος κανονισμού και ενδεχόμενες εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο. Εάν χρειάζεται, η έκθεση συνοδεύεται από προτάσεις τροποποιήσεων του παρόντος κανονισμού». 

[10]. Βλ. Hess/Althoff/Bens/Elsner, The Reform of the Brussels Ibis Regulation - Academic Position Pa­per (May 22, 2024). Διαθέσιμο υπό SSRN: https:// ssrn.com/abstract=4853421. 

[11]. Βλ. άρθρο 1 § 2 σημ. 4 ΣΒρ.

[12]. Βλ. Radicati di Brozolo, The Relation bet­ween Courts and Arbitration: Support or Hostility, Opinio Juris in Comparatione 1 (2012), 1-2.

[13]. Βλ. Jenard, Έκθεση σχετικά με την Σύμβαση για τη δικαιοδοσία και την αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές Υποθέσεις, ΕΕ C 59/5.3.1979, σ. 1, (13) – Ειδική Έκδοση στα Ελληνικά ΕΕ C 298/24.11.1986, 29 (41).

[14]. Βλ. Schlosser, Έκθεση σχετικά με τη Σύμβαση προσχωρήσεως του Βασιλείου της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας στη σύμβαση για τη δικαιοδοσία των δικαστηρίων και την αναγκαστική εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθώς και στο πρωτόκολλο σχετικά με την ερμηνεία της από το Δικαστήριο, ΕΕ C 59/5.3.1979, 71 (92- 93) - Ειδική έκδοση στα ελληνικά ΕΕ C 298/24.11.1986, 99 (120).

[15]. Βλ. Ευρυγένη/Κεραμέα, Έκθεση για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στην κοινοτική σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ C 298/24.11.1986, σ. 1 (10) κατά την οποία διαδικασίες που αφορούν άμεσα ως κύριο ζήτημα τη διαιτησία, όπως λ.χ. περιπτώσεις παρεμβάσεως του δικαστηρίου για τη συγκρότηση του διαιτητικού οργάνου ή δικαστικής ακυρώσεως ή αναγνωρίσεως του κύρους ή της ελαττωματικότητας διαιτητικής αποφάσεως, δεν καλύπτονται από τη Σύμβαση.

[16]. Βλ. Redfern/Hunter, Law and Practice of international Commercial Arbitration4, 2004, σ. 523. 

[17]. Βλ. την μελέτη των Hess/Pfeiffer/Schlos­ser, Study JLS/C4/2005/03 γνωστή ως Heidelberg Report on the application of the Brussels I Regulation in the Member States, τελική εκδοχή Σεπτέμβριος 2007, Ruprecht-Karls-Universität Heidelberg, διαθέσιμη υπό https://gavclaw.com/wp-content/uploads/2020/07/ heidelberg-report-brussels-i-2007.pdf· σε μορφή βιβλίου Hess/Pfeiffer/Schlosser, The Brussels I Regu­lation 44/2001: Application and Enforcement in the EU (National Reports), 2008.

[18]. Κατά την αναδιατύπωση του Κανονισμού, ο Ευρωπαίος νομοθέτης δεν δέχθηκε την πρόταση της Επιτροπής να συμπεριλάβει στο κείμενο έναν κανόνα περί εκκρεμοδικίας που θα ανέθετε στο δικαστήριο του κράτους μέλους, όπου βρίσκεται η έδρα της διαιτησίας, ή στο διαιτητικό δικαστήριο την αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του ζητήματος της εγκυρότητας ή της αποτελεσματικότητας της συμφωνίας διαιτησίας, της οποίας γίνεται επίκληση ως εξαίρεση από την αρμοδιότητα του δικαστηρίου ενός κράτους μέλους στο οποίο έχει υποβληθεί η διαφορά. Η πρόταση αυτή για την εκκρεμοδικία αποσκοπούσε να δώσει τόσο στον δικαστή της έδρας όσο και στον διαιτητή την αρμοδιότητα να αποφανθεί επί της εγκυρότητας της διαιτητικής συμφωνίας, βλ. Laazouzi, L’ exclusion de l’ arbitrage, ό.π., σ. 6.

[19]. Βλ. Tičić, The imperative of Revising the Ar­bitration Exception in the Brussels Ibis Regulation, LeXonomica 17 (2015), 23, 26. 

[20]. Rogerson/Mankowski, σε Magnus/Mankows­ki, European Commentaries on Private International Law, Commentary: Brussels Ibis Regulation, 2023, άρθρο 1, σ. 72-73. 

[21]ΔΕΚ, 25.7.1991, Marc Rich/Impianti SA, C-190/89, Συλ 1991. Ι-3855, ECLI:EU:C:1991:319. 

[22]. Ως προς την απόφαση αυτή βλ. Κεραμέα/ Κρεμλή/Ταγαρά, Η Σύμβαση των Βρυξελλών για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων όπως ισχύει στην Ελλάδα, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Συμπλήρωμα 1989-1996, σ. 9. Επίσης βλ. αναλυτικά Καΐση, Διεθνής εμπορική διαιτησία και Σύμβαση των Βρυξελλών, 1995, σ. 47 επ. 

[23]. ΔΕΚ, 25.7.1991, Marc Rich/Impianti SA, C-190/89, Συλλογή 1991, σ. Ι-3855, ECLI:EU:C:1991:319, σκέψη 29. 

[24]. Ωστόσο, η απόφαση Marc Rich υπονόησε, ότι το ζήτημα της εγκυρότητας μιας συμφωνίας διαιτησίας δεν πρέπει απαραίτητα να θεωρείται ότι εμπίπτει στον αποκλεισμό της διαιτησίας. Το Δικαστήριο δέχθηκε, ότι δεν θα ήταν σύμφωνο προς την αρχή της ασφαλείας δικαίου, η εφαρμογή της εξαιρέσεως της διαιτησίας να εξαρτάται από την ύπαρξη κάποιου προκαταρκτικού ζητήματος, το οποίο αφορά την ύπαρξη ή το κύρος της συμφωνίας περί διαιτησίας και το οποίο τα μέρη μπορούν να θέσουν ανά πάσα στιγμή. Το γεγονός, ότι υφίσταται προκαταρκτικό ζήτημα, το οποίο αφορά την ύπαρξη ή το κύρος της συμφωνίας περί διαιτησίας, δεν επηρεάζει την εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως της διαφοράς, της οποίας το αντικείμενο είναι ο διορισμός διαιτητή, βλ. ΔΕΚ, 25.7.1991, Marc Rich/Impianti SA, C-190/89, ό.π., σκέψεις 27-28. 

[25]. Rogerson/Mankowski, σε Magnus/Mankows­ki, European Commentaries on Private International Law, Commentary: Brussels Ibis Regulation, 2023, άρθρο 1, σ. 72. 

[26]. ΔΕΚ, 10.11.1998, Van Uden Maritime BV, C-391/95, Συλλογή 1998, σ. I-7091, ECLI:EU:C:1998:543. 

[27]. Πρβλ. Tsikrikas, Internationale Zuständigkeit zum Erlass einstweiliger Maßnahmen nach den Regeln der EuGVO, ZZPInt 2012. 293 επ. 

[28]. Βλ. Tičić, ό.π., LeXonomica 17 (2025). 23, 27. 

[29]. Ibid.

[30]. ΔΕΚ, 10.2.2009, Allianz/West Tankers, C-185/07, Συλλογή 2009, σ. I-663, ECLI:EU:C:2009:69, ΕφΑΔ 2009. 353 παρατηρήσεις Μιχαηλίδου= ΕΠολΔ 2009. 259, σημείωμα Άνθιμου. 

[31]. Βλ. για το θέμα αυτό αναλυτικά Τσικρικά, Διασυνοριακή αναγνώριση και εκτέλεση «οιονεί» αντιαγωγικών διαταγών (anti-suit injunctions) στον ευρωπαϊκό δικαστικό χώρο- Με αφορμή την από 7.9.2023 απόφαση του ΔΕΕ, υπόθ. C-590/21, Charles Taylor Adjus­ting, ΕΠολΔ 2024. 268-269.

[32]ΔΕΚ, 27.4.2004, Turner/Grovit, C-159/02, Συλ 2004. I-3565, ECLI:EU:C:2004:228.

[33]. Αρβανιτάκης/Βασιλακάκης (-Βασιλακά­κης), ΕρμΕΚ (4)-ΚανΒρΙα, 2020, άρθρ. 1 αριθ. 19. 

[34]. ΔΕΚ, 10.2.2009, Allianz/West Tankers, C-185/07, ό.π. σκέψη 26. Βλ. για την απόφαση ΕφΑΔ 2009. 353, παρατηρήσεις Μιχαηλίδου=ΕΠολΔ 2009. 259, σημείωμα Άνθιμου.

[35]. Noussia, Anti-suit Injunctions in Arbitral Proceedings: What Does the Future Hold?, Journal of International Arbitration, 2009, σ. 311 επ. 

[36]. Βλ. Νίκα, Διαιτησία. Απαράδεκτη η προσφυγή σε διαιτησία υπό την επιφύλαξη του κύρους και της εκτάσεως της διαιτητικής ρήτρας. Μετά την προσφυγή στη διαιτητική διαδικασία είναι απαράδεκτη η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής στα πολιτικά δικαστήρια για να κρίνουν το κύρος της διαιτητικής ρήτρας. Αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου διαιτητικής αποφάσεως. Δεδικασμένο από απόφαση του ΣτΕ [Γνωμοδότηση], Αρμ 2013. 2049. Βλ. επίσης Βεζυρτζή, Ζητήματα παράλληλης διεξαγωγής δίκης ενώπιον τακτικού και διαιτητικού δικαστηρίου επί διεθνούς διαιτησίας: μηχανισμοί συντονισμού των μεταξύ τους αρμοδιοτήτων, όταν κρίνουν επί των προϋποθέσεων της δικαιοδοσίας τους, Διαιτησία 2018, σ. 224 επ. 

[37]. Βλ. Hietanen-Kunwald/Koulu/Turunen, The New Brussels I Regime and Arbitration-Finding an Interface, LeXonomica 8 (2017), σ. 93 επ. 

[38]. Βλ. την μελέτη των Hess/Pfeiffer/Schlos­ser, Study JLS/C4/2005/03, ό.π., σ. 49-67.

[39]. Η αιτιολογική σκέψη 12 διευκρινίζει συγκεκριμένα, ποιες διαδικασίες εξαιρούνται λόγω του ότι είναι παρεπόμενες της διαιτησίας, παραθέτοντας μια σειρά συγκεκριμένων παραδειγμάτων (δηλαδή, τη σύσταση διαιτητικού δικαστηρίου, τις εξουσίες των διαιτητών, τη διεξαγωγή διαιτητικής διαδικασίας ή οποιαδήποτε άλλη πτυχή της διαδικασίας αυτής, ή οποιαδήποτε ενέργεια ή απόφαση σχετικά με την ακύρωση, την αναθεώρηση, την προσφυγή, την αναγνώριση ή την εκτέλεση διαιτητικής απόφασης). Βλ. Hartley, Arbitration and the Brussels I Regulation – Before and After Brexit, Journal of Private International Law, 17 (2021), 70.

[40]. Ο ΚανΒρΙα δεν εφαρμόζεται ούτε σε προσφυγή ή απόφαση ακύρωσης, επανεξέτασης και άσκησης ενδίκων μέσων κατά διαιτητικής απόφασης ή σε διαδικασίες αναγνώρισης και εκτέλεσής της. Βλ. Νίκα/Σαχπε­κίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία2, 2025, σ. 130 επ.

[41]. Το πρόβλημα ανακύπτει, καθόσον δεν υπάρχει ενιαίος μηχανισμός εκκρεμοδικίας που θα μπορούσε να αποτρέψει από την αρχή τον κίνδυνο παράλληλων διαδικασιών, βλ. για την προβληματική, Tsikrikas, Gedanken über die Beachtung einer anderweitigen Rechtshängigkeit im europäischen Rechtsraum –ins­besondere bei parallel laufenden Verfahren in Mitg­lied– und Drittstaaten, Festschrift H. Roth, 2021, σ. 821 επ. Η αναγνωριστική της ανυπαρξίας της ευθύνης αγωγή (αρνητική αναγνωριστική αγωγή) αναφέρεται με τον όρο «αγωγή τορπίλη» (torpedo action, Torpedoklage). Είναι αλήθεια, ότι το μέρος που τηρεί τη συμφωνία διαιτησίας θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του «torpedo court» βάσει της συμφωνίας διαιτησίας. Με αυτόν τον τρόπο, η σύγκρουση θα μπορούσε να αποφευχθεί από την αρχή, εάν το δικαστήριο «τορπίλη» αρνηθεί την αρμοδιότητά του εγκαίρως και αμερόληπτα. Περαιτέρω, το μέρος αφού λάβει τον εκτελεστό τίτλο της διαιτητικής απόφασης, θα μπορούσε ενδεχομένως να εμποδίσει την αναγνώριση της απόφασης «τορπίλη», κατ’ εφαρμογή του άρθρου 45 § 1 στοιχ. γ) του ΚανΒρΙα, καθόσον είναι ασυμβίβαστη με την άλλη διαιτητική απόφαση που έχει εκδοθεί μεταξύ των ίδιων μερών στο κράτος μέλος, στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση αναγνώρισης. Ωστόσο, η αρμοδιότητα για την αναγνώριση και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης ανήκει στο δικαστήριο του κράτους μέλους, στο οποίο ζητείται η αναγνώριση και η εκτέλεση. Τούτο σημαίνει, ότι η ικανότητα της διαιτητικής απόφασης να εμποδίσει την έκδοση της «τορπιλιστικής» απόφασης εξαρτάται από τη στάση του αναγνωρίζοντος δικαστηρίου και από το εθνικό δίκαιο, δημιουργώντας ανεπιθύμητες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών. Ωστόσο, στην πράξη, αυτό δεν λειτουργεί, καθώς τα «torpedo courts» επιλέγονται ακριβώς λόγω των μακροχρόνιων διαδικασιών τους σε θέματα δικαιοδοσίας και της αβεβαιότητας που προκύπτει, και/ή λόγω της έλλειψης αμεροληψίας τους. Βλ. Illmer/Nuyts/Fitchen, Scope and Definitions, in Dickinson Α./Lein Ε. (επιμ.), The Brus­sels I Regulation Recast, 2015, σ. 76. Για την προβληματική της αγωγής τορπίλης, βλ. Μακρίδου, Οι νέες ρυθμίσεις της εκκρεμοδικίας στον Κανονισμό 1215/ 2012, Αρμ 2013. 2070, 2074· Δεληκωστόπουλο Ι., Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων3, 2022,  σ. 329, που αναφέρεται στο φαινόμενο των ιταλικών “τορπιλών”· Καστανίδη, Ζητήματα ευρωπαϊκής εκκρεμοδικίας μετά τον Κανονισμό (ΕΕ) 1215/ 2012, Αρμ 2015. 1275, 1288· Μιχαηλίδου, Επίκαιρα ζητήματα ως προς τη σιωπηρή παρέκταση (prorogatio tacita) βάσει του Κανονισμού 1215/2012, ΕΠολΔ 2022. 21, 34.

[42]. Βλ. Leandro, Towards a New Interface between Brussels I and Arbitration?, Journal of International Dispute Settlement, 6 (2015), 188 επ.

[43]. Βλ. Hietanen-Kunwald/Koulu/Turunen, ό.π., LeXonomica 8 (2017), 93, 106. 

[44]. ΔΕE, 13.5.2005, Gazprom/Λεττονία, C-536/ 13, ECLI:EU:C:2015:316. 

[45]. Υπό την έννοια, «ότι δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους δικαστηρίου κράτους μέλους αναγνώριση και εκτέλεση, ή στην άρνηση αναγνωρίσεως και εκτελέσεως διαιτητικής αποφάσεως, η οποία απαγορεύει σε διάδικο να υποβάλει ορισμένα αιτήματα ενώπιον δικαστηρίου του κράτους μέλους αυτού, καθόσον ο ως άνω κανονισμός δεν διέπει την αναγνώριση και εκτέλεση, εντός κράτους μέλους, διαιτητικής αποφάσεως εκδιδόμενης από διαιτητικό δικαστήριο εντός άλλου κράτους μέλους», βλ. ΔΕE, 13.5.2005, Gazprom/Λεττονία, C-536/13, ό.π. σκέψη 44. 

[46]. Βλ. Hartley, Anti-suit Injunctions in Support of Arbitration: West Tankers still Αfloat, International and Comparative Law Quarterly 64 (2014), 965 επ. 

[47]. Βλ. Hietanen-Kunwald/Koulu/Turunen, ό.π., LeXonomica 8 (2017), σ. 93, 109. 

[48]ΔΕE, 20.6.2022, London Steam-Ship Owners’ Mu­tual Insurance Association Limited/Kingdom of Spain, C-700/20, ECLI:EU:C:2022:488. 

[49]. Ως προς την απόφαση αυτή βλ. αναλυτικά Βασιλακάκη, Εκκρεμοδικία και δεδικασμένο στο σημείο τομής διαιτησίας και ευρωπαϊκού δικαίου για την αναγνώριση/εκτέλεση αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων-Η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση London Steam-Ship, ΕΠολΔ 2022, σ. 489.· Κόμνιο, Διαιτησία και «Κανονισμός Βρυξέλλες Ια»: Απόβαση της «ισπανικής αρμάδας» στην έννομη τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου; Σκέψεις με αφορμή την υπόθεση C-700/20 του Δικαστηρίου της ΕΕ, Lex&Forum, 2022, σ. 755.· Καλαντζή, Δικαστική απόφαση που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής αποφάσεως και Κανονισμός 1215/2012 (με αφορμή την απόφαση του ΔΕΕ, 20.6.2022, London Steam-Ship Owners’ κατά Kingdom of Spain, C-700/20, στο Εθνικός και Υπερεθνικός Δικαιικός Χώρος: Η συμβολή του Καθηγητή Κωνσταντίνου Κεραμέως στο Δικονομικό Διεθνές Δίκαιο, 2022, σ. 169 επ.· από την διεθνή βιβλιογραφία, βλ. comment Hess, Common Mar­ket Law Review 60 (2023), 533· Pika, Auf dem Weg zu einem europäischen Schiedsverfahrensrecht oder zu außereuropäischen Schiedsorten? (EuGH, Rs. C-700/ 20), IPRax 2023, 238· Landbrecht, Eine europäische «Binnenschiedsgerichtsbarkeit» am Horizont?: Zur Einordnung von (EuGH, 20. Juni 2022, C-700/20), SZZP/RSPC - Schweizerische Zeitschrift für Zivilpro­zessrecht 2023, 593· Arenas García, Arbitraje y jurisdicción en el espacio judicial europeo. A propósito de la Sentencia del Tribunal de Justicia (Gran Sala) de 20 de junio de 2022, London Steam-Ship Owners' Mu­tual Insurance Association, Revista de Derecho Comu­nitario Europeo 73 (2022), 1043·Mailhé, London Steam-Ship, in the Eye of the Beholder, https://eapil. org/2022/08/25/london-steam-ship-in-the-eye-of -the-beholder· LeandroLondon Steam-Ship Ow­ners: Looking Beyond the Case through the Lens of Res Judicata, https://eapil.org/2022/06/29/london-steam-ship-owners-looking-beyond-the-case-through-the-lens -of-res-judicata. 

[50]. Μάλιστα, γίνεται δεκτό, ότι κατά την εξέταση μεταξύ απόφασης που ζητείται να αναγνωριστεί και απόφασης του κράτους μέλους, στο οποίο αιτείται η αναγνώριση, είναι αδιάφορο και συνεπώς μη ερευνητέο, ποια από τις δύο αποφάσεις είναι προγενέστερη, με αποτέλεσμα να αρκεί και μεταγενέστερη απόφαση του κράτους αναγνώρισης για την ενεργοποίηση του συγ­κεκριμένου λόγου αναγνώρισης, βλ. αντί πολλών αναλυτικά Schlosser/Hess/Hess, EuZPR, 2021, Brüssel Ia-VO, άρθρο 45, αριθ. 29. 

[51]. Επρόκειτο για το τελευταίο προδικαστικό ερώτημα που ετέθη ολίγες ημέρες προ του Brexit από αγγλικό δικαστήριο προς το ΔΕΕ – ενέργεια που από πολλούς επικρίθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο.

[52]. Βλ. Προτάσεις ΓΕ Collins, 5.5.2022, ECLI:EU: C:2022:358. 

[53]. ΔΕE, 20.6.2022, London Steam-Ship Owners’ Mu­tual Insurance Association Limited/Kingdom of Spain, C-700/20, ό.π. σκέψη 73. 

[54]. Δεν πρέπει να λησμονείται, ότι ο ΚανΒρΙ θεσπίζει αυτοτελές σύστημα κατανομής της διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις ασφαλίσεων για την προστασία των ζημιωθέντων έναντι του ασφαλιστή. Εν προκειμένω, η διαιτητική απόφαση εκδόθηκε επί τη βάσει διαιτητικής ρήτρας σε ασφαλιστική σύμβαση και στο πλαίσιο αυτό, η συμφωνία μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου που προκάλεσε ζημία που έπληξε τρίτο δεν είναι αντιτάξιμη έναντι του τελευταίου, βλ. Κόμνιο, ό.π., Lex&Forum, 2022, 755, 767 επ.

[55]. Βλ. εκτενή ανάλυση Βασιλακάκη, ό.π., ΕΠολΔ 2022. 489, 500 επ.· Κόμνιου, ό.π., Lex&Forum, 2022, 755, 760 επ.· Καλαντζή, Δικαστική απόφαση που επαναλαμβάνει το περιεχόμενο διαιτητικής αποφάσεως ό.π., σ. 169, 180 επ.

[56]. ΔΕΕ, Δελτίο Τύπου No 104/22, 2022.

[57]. Tičić, The Notion of “Judgment” in the EU Regulations on Cross-Border Collection of Monetary Claims: A Change in Understanding?, European Papers 9 (2024), σ. 557, 591 επ.

[58]. Ωστόσο, η θέση που προκρίνει ως σημαντικούς τους κανόνες εκκρεμοδικίας σε διαδικασίες exequatur διαιτητικών αποφάσεων δεν συμβιβάζεται με προγενέστερη νομολογία του Δικαστηρίου που έκρινε ότι η αρχή lis pendens δεν δύναται να αποτελεί λόγο άρνησης εκτέλεσης αποφάσεων βάσει του ΚανΒρΙ/Ια, Βλ. Cuni­berti, London Steam-Ship Owners: Extending Lis Pendens to Arbitral Tribunals?, https://eapil.org/ 2022/06/23/london-steam-ship-owners-ex­tending -lis-pendens-to-arbitral-tribunals/2022.

[59]. Βλ. Briggs, Humpty-Dumpty, Arbitration, and the Brussels Regulation: A View from Oxford, https:// eapil.org/2022/06/23/humpty-dumpty-arbi­tration-and-the-brussels-regulation-a-view-from-oxford/ 2022.

[60]. Περαιτέρω, προξενεί εντύπωση το γεγονός, ότι ενώ το ΔΕΕ δέχεται ότι η μη παραβίαση της εκκρεμοδικίας συνιστά απαραίτητο όρο για την εφαρμογή του άρθρου 34 σημ. 3 ΚανΒρΙ, κρίνει, απεναντίας, ότι με την παραβίαση του δεδικασμένου που παράγει η εκδοθείσα απόφαση παρά την εκκρεμοδικία δεν στοιχειοθετείται αντίθεση προς τη δημόσια τάξη. Βλ. Βασιλακάκη, ό.π., ΕΠολΔ 2022. 489, 502.

[61]. Tičić, ό.π., European Papers 9 (2024), 557, 588 επ.

[62]. Πρβλ. Νίκα/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, ό.π., σ. 137.

[63]. Βλ. Judgment of the High Court of Justice of England and Wales, [2023] EWHC 2473 (Comm). 

[64]. Βλ. Tičić, ό.π., LeXonomica 17 (2025), 23, 31. 

[65]. Παρότι ενδέχεται να προκύψουν ορισμένα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, το ζήτημα της αποτελεσματικότητας του ΚανΒρΙα και οι επιπτώσεις στη λειτουργία της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών, η λύση αυτή θα συμβάλλει στην επίλυση ορισμένων από τα πιο εμφανή προβλήματα όσον αφορά την αλληλεπίδραση μεταξύ διαιτησίας και δικαιοδοσίας δικαστηρίων, βλ. Tičić, ό.π., European Papers 9 (2024), 557, 582 επ.

[66]. Βλ. Tičić, ό.π., LeXonomica 17 (2025), 23, 32. 

[67]. Βλ. την Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012: Report to the European Parliament, the Council and the European and Social Committee on the application of Regulation (EU) No 1215/2012 of the Eu­ropean Parliament and of the Council of 12 December 2012 on jurisdiction and the recognition and enfor­cement of judgments in civil and commercial matters (recast), 2.6.2025, COM(2025) 268 final (η έκθεση είναι δημοσιευμένη μόνο στα αγγλικά), σ. 14 επ. ΤηνΈκθεση συνοδεύεικαι επιτελικό κείμενοεργασίας: Commission Staff Working Document Accompanying the document The Report from the Commission to the European Parliament, the Council and the European Economic and Social Committee on the application of Regulation (EU) No 1215/2012 of the European Par­liament and of the Council of 12 December 2012 on jurisdiction and the recognition and enforcement of judgments in civil and commercial, SWD/2025/9 final.

Βλ. σχετικά Franzina, The European Commission Issues Its Report on the Application of the Brussels I bis Regulation, https://eapil.org/2025/06/02/the-euro­pean -commission-issues-its-report-on-the-application-of-the-brussels-i-bis-regulation.

[68]European Commission, Study to support the preparation of a report on the application of Regulation (EU) No 1215/2012 on jurisdiction and the recognition and enforcement of judgments in civil and commercial matters (Brussels Ia Regulation) Final Report, 2023, διαθέσιμη υπό: https://op.europa.eu/en/publication-detail/-/publication/4e4370d0-cead-11ed-a05c-01aa75 ed71a1/language-en., σ. 265.

[69]. Βλ. Hess/Pfeiffer/Schlosser/(-Hess), The Brussels I Regulation 44/2001. Application and Enfor­cement in the EU, 2008, σ. 40.

[70]. Σύμφωνα με αυτόν τον καθολικής ισχύος κανόνα, οι διαιτητές έχουν τη δικαιοδοσία να αποφανθούν επί της ιδίας αυτών εξουσίας, κρίση επί της διαφοράς· με άλλα λόγια οι διαιτητές έχουν «δικαιοδοσία επί της δικαιοδοσίας», βλ. αναλυτικά, αντί πολλών Μπαμπινιώτη, Περί της δικαιοδοσίας των διαιτητών όπως αποφανθούν επί της δικαιοδοσίας τους (compétence-compé­tence)· εν ταυτώ επί της εξαιρετικά ατυχούς ρύθμισης του νέου άρθρου 870Α ΚΠολΔ, σε Τιμητικό Τόμο Γ. Ορφανίδη, 2025, σ. 711 επ. στηλιτεύοντας τη ρύθμιση του άρθρου 870Α ΚΠολΔ για τον λόγο, ότι αναιρεί την εφαρμογή της εν λόγω αρχής στο πεδίο της εσωτερικής διαιτησίας. Πρβλ. και Κεραμέα, Έλεγχος της συμφωνίας περί διαιτησίας από τα πολιτειακά δικαστήρια πριν από την έκδοση της διαιτητικής αποφάσεως, σε Τιμητικό Τόμο Γ. Μητσόπουλου Ι, 1993, σ. 627 επ.˙  Δημολίτσα, Η εξέλιξη και οι συνεχιζόμενες παρεξηγήσεις της Kompetenz-Kompetenz στη διαιτησία, ΔΕΕ 1998. 1181· Βουλγαράκη, Η διαιτησία υπό το φως της ευρωπαϊκής επιρροής στο δικονομικό δίκαιο, 2018, σ. 56.

[71]. Με τον τρόπο αυτό θα αντιμετωπιζόταν ο κίνδυνος να υπάρχουν δύο ασυμβίβαστες αποφάσεις στο ίδιο κράτος μέλος, βλ. European Commission, Study, ό.π., σ. 265.

[72]. Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, ΕΕ L 95/21.4.1993, σ. 29–34.

[73]. Cass. Civ. 1er, 30 Σεπτεμβρίου 2020, αριθ. ενδίκου μέσου 18-19.241, Bulletin 2020, I., αριθ. 9, σ. 64 επ. Βλ. Bruneau, comment Supreme Court Cass. Civ., 30 Sep­tember 2020, n°18-19.241, Iurgium - Revista del Club Español del Arbitraje 41 (2021), 179· Jourdan-Mar­ques, Chronique d'arbitrage: la face cachée des recours contre la sentence, Dalloz actualité 28 octobre 2022.

[74]. ΔΕE, 26.10.2006, Elisa Maria Mostaza Claro, C-168/05, Συλ 2006. I-10421, ECLI:EU:C:2006: 675, σκέψη 24. 

[75]. Πρβλ. για παρεμφερές ζήτημα και γνμδ. Νίκα, Αδυναμία αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως, που αφορά σε καταναλωτική διαφορά (άρθρο 5 ΙΙ α΄, β΄ ΣυμΝΥ), Αρμ 2009. 1473, (1480), όπου κρίθηκε, ότι η νορβηγική διαιτητική απόφαση δεν μπορεί να αναγνωρισθεί ή να εκτελεσθεί στην Ελλάδα, καθόσον αφορά σε καταναλωτική διαφορά, που διέπεται από τους δημοσίας τάξεως κανόνες του ν. 2251/1994, οι οποίοι απαγορεύουν την υπαγωγή της σε διαιτησία (άρθρ. 2 VII λα΄). Αφού λοιπόν το αντικείμενο της ανωτέρω διαιτητικής αποφάσεως κατά το ελληνικό δίκαιο δεν είναι επιδεκτικό ρυθμίσεως με διαιτησία, η αναγνώριση ή εκτέλεση της ανωτέρω νορβηγικής διαιτητικής αποφάσεως στην Ελλάδα προσκρούει στο άρθρο 5 ΙΙ α΄, β΄ της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης και δεν μπορεί να περάσει το κατώφλι της ημεδαπής έννομης τάξεως.

[76]. Από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι ο αυτόνομος χαρακτήρας της διαιτησίας έναντι των τακτικών δικαστηρίων και των εθνικών έννομων τάξεων είναι ασυμβίβαστος με την αυτονομία της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Δεδομένου ότι οι διαιτητές δεν υπάγονται σε καμία δικαιοδοσία, εύλογα μπορεί να υποτεθεί, ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστοι για την εφαρμογή ευρωπαϊκών υποχρεωτικών διατάξεων, όπως τα δικαιώματα των καταναλωτών, βλ. Ho-Dac, European Procedural Public Policy and (French) International Arbitration, https://eapil.org/2021/01/25/european-procedural-public-policy-and-french-international-arbi­tration/.

[77]. A Sorbonne Law School Research Project (Paris I Panthéon-Sorbonne University) Towards an EU law on International Commercial Arbitration, under the su­per­vision of Professors Audit M. / Bolée S., 23.4. 2025, διαθέσιμη υπό: https://irjs.pantheonsorbonne. fr/sites /default/files/inline-files/DOC%20SORBONNE_FI­NAL_3.pdf. Βλ. επίσης Νasrollahi-Shahri/ Bassa­ni-Winckler,Towards an EU Law on Interna­tional Commercial Arbitration? A Sorbonne Law School Re­search Project, https://conflictoflaws.net/2025/to­wards-an-eu-law-on-international-commercial-arbi­tra­tion-a-sorbonne-law-school-research-project· Cu­ni­berti, Towards an EU Law on International Commercial Arbitration?, EAPIL, https://eapil.org/ 2025/ 06/30/towards-an-eu-law-on-international-com mercial-arbitration. Σημειώνεται ότι είχε προηγηθεί το χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόγραμμα Regulation BIa: a standard for free circulation of judgments and mutual trust in the EU (JUDGTRUST) στο πλαίσιο του Asser Institute σε συνεργασία με την Νομική Σχολή του Αμβούργου. Βλ. David Althoff/ Lisette Frohn/Fieke van O­verbeeke, Analysis of National Reports, 31.7.2022 (final), https://www.asser. nl/media/796083/consoli­dated-report-v2022.pdf· La­zić/Mankowski, The Brussels I-bis Regulation: Interpretation and Implementation, 2023, αριθ. 1.125 επ.

[78]. A Sorbonne Law School Research Project, ό.π., σ. 31.

[79]. Ibid., σ. 36.

[80]. Βλ. Νίκα/Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, ό.π., σ. 137.

[81]. Βλ. ενδεικτικά την Oδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008 , για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ΕΕ L 136/24.5.2008, σ. 3–8. Για τα ζητήματα αυτά, βλ. αντί πολλών Μαχαίρα/Ορφανίδη/Πανταζόπουλο, Η διαμεσολάβηση, 2024· Γιαννόπουλο Π., Διαμεσολάβηση και Πολιτική Δίκη, 2020· Πλεύρη, Διαμεσολάβηση σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, 2021· Kotsiri E., Dispute resolution in international petroleum transaction, 2025· Michailidou, Procedural and Substantive Issues of Mandatory Mediation and its Limits in Cross-Border Cases - The Example of the Greek legislation, Cadiet/ Hess/Requejo Isidro (επιμ.), Privatizing Dispute Resolution and its Limits, 2019, σ. 393 επ.